Εχασε το τρένο της ανάπτυξης και της εξόδου από την επταετή κρίση η ελληνική κτηματαγορά. Πριν μερικούς μήνες οι περισσότεροι αναλυτές πίστευαν ότι το 2015 θα ήταν η πρώτη χρονιά ανάκαμψης για τη ζήτηση και τις τιμές των ακινήτων. Ωστόσο, όλα δείχνουν ότι η ακίνητη περιουσία των Ελλήνων θα συνεχίσει να απαξιώνεται για πολύ καιρό ακόμη.
Η τελευταία έρευνα για την ελληνική αγορά ακινήτων του που εκπονήθηκε από την ομάδα του τέως καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Επ. Πανά, περιγράφει με μελανά χρώματα το μέλλον.
Η Οικονομική Συγκυρία για το πρώτο εξάμηνο του 2015 που παρουσιάζει σήμερα η «Ημερησία» δείχνει ότι η κτηματαγορά θα συνεχίσει να βρίσκεται σε κρίση για τουλάχιστον 1 έως 3 χρόνια.
Οι ειδικοί του κλάδου που απάντησαν στο σχετικό ερωτηματολόγιο εκτιμούν σε ποσοστό 90,3% ότι η ύφεση θα διαρκέσει πολύ ακόμη. Όπως απαντούν χαρακτηριστικά «η οικοδομή, η άλλοτε σημαντική ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας θα είναι στο σταθμό για άλλα 2 με 3 χρόνια». Όπως εκτιμούν οι αναλυτές, το απόθεμα των απούλητων σπιτιών δεν μπορεί να πέσει και παραμένει σταθερά στις 200-250 χιλιάδες εξαιτίας της παντελούς έλλειψης αγοραστών. Σε δραματικά επίπεδα κινείται η ανεργία στον κλάδο και όσες μικρομεσαίες επιχειρήσεις έμειναν κινδυνεύουν να κλείσουν.
Παράλληλα, τα στοιχεία για την οικοδομική δραστηριότητα δείχνουν ότι για να φτάσει η σημερινή ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα στα επίπεδα του 2005θα πρέπει να αυξηθεί κατά 614,4%. Είναι χαρακτηριστικό ότι για να μπορέσει η κτηματαγορά να συγκριθεί με τα όσα ίσχυαν πριν μια δεκαετία θα πρέπει να περάσουν πολύ περισσότερα χρόνια από τα 8 που είχε αρχικά προβλεφθεί.
Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της κατάρρευσης της οικοδομής θα πρέπει να συγκρίνει τον αριθμό των σπιτιών που κτίζονταν προ κρίσης και σήμερα. Το 2005 ο αριθμός των αδειών άγγιξε τις 70 χιλιάδες (69,088 άδειες) ενώ το 2006 έπεσε στις 67.516, το 2007 στις 64.885 και το 2008 στις 54.555. Δηλαδή μέσα σε τέσσερα χρόνια βγήκαν 255 χιλιάδες άδειες για νέες οικοδομές.
Το 2014 ο αριθμός των αδειών έπεσε στις 11.022, δηλαδή έξι φορές λιγότερες από τα προ κρίσης επίπεδα. Ο οικοδομικός «οργασμός» των προηγούμενων ετών αποτελεί μια βασική αιτία του τεράστιου αποθέματος που δεν μπορεί να απορροφηθεί.
Σύμφωνα με τον επιστημονικό υπεύθυνο της έρευνας, κ. Πανά οι βασικές αιτίες της συνέχισης της κρίσης είναι η υπερφορολόγηση των ακινήτων, η ραγδαία αύξηση της ανεργίας που οδηγεί σε οικονομική δυσπραγία τα νοικοκυριά, οι συνθήκες αδιαφάνειας στον κλάδο και η έλλειψη εμπιστοσύνης σε μια αγορά ρηχή που βάλλεται και από τις συνεχείς φορο-επιδρομές.
Επίμονη ύφεση
Όπως αναφέρει ο κ. Πανάς: «Η ύφεση συνεχίζεται και για τις νέες τιμές των δεικτών στην κτηματαγορά. Έτσι, το σημερινό χαρακτηριστικό της κτηματαγοράς είναι ότι αυτή λειτουργεί σε συνθήκες επίμονης ύφεσης και υπερπροσφοράς κατοικιών και επαγγελματικών ακινήτων. Η κτηματαγορά χρειάζεται τη δημιουργία ενός κλίματος με προοπτική, ικανό να αντιμετωπίσει επιθετικά την ύφεση που εμφανίζεται.
Φυσικά, δεν είναι εύκολο να περιμένει κάποιος ότι θα αλλάξει το κλίμα που επικρατεί σήμερα στην κτηματαγορά, όταν η Πολιτεία συνεχώς επιβάλλει φόρους, οι τράπεζες δε χορηγούν δάνεια, υπάρχει υπερπροσφορά ακινήτων και έλλειμμα ρευστότητας. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, αν δε ληφθούν δραστικά μέτρα και δε χαραχθεί επιθετική στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης σε ένα τόσο νευραλγικό τομέα της οικονομικής ζωής της χώρας μας, θα παραμένουμε σε κατάσταση έντονης κρίσης.
Η συγκεκριμένη έρευνα καλύπτει το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο μέχρι Ιούνιο 2015. Σε αυτή συμμετείχαν επιχειρήσεις Real Estate από όλες τις περιοχές της Ελληνικής επικράτειας και συμπερασματικά αναφέρουν:
1.Το 94,4% των ειδικών της κτηματαγοράς θεωρεί ότι υπάρχει υπερπροσφορά κατοικιών.
2. Το 23,4% θεωρεί ότι οι πωλήσεις των κατοικιών είναι οι ίδιες σήμερα σε σχέση με έξι μήνες πριν.
3. Το 66,7% θεωρεί ότι οι τιμές πώλησης των κατοικιών έχουν μειωθεί σε σχέση με έξι μήνες πριν.
4. Το 66,2% θεωρεί ότι οι τιμές πώλησης των κατοικιών θα μειωθούν τους επόμενους έξι μήνες.
5. Το 32,1% προβλέπει σχεδόν την ίδια ζήτηση για αγορά κατοικιών το επόμενο εξάμηνο.
6.Το 44,4% προβλέπει ότι η κρίση στην κτηματαγορά θα διαρκέσει 2 έως 3 χρόνια. Συγκεκριμένα:
1.Στην ερώτηση: «Σύμφωνα με την προσωπική σας άποψη, η κρίση στην αγορά κατοικίας θα διαρκέσει:…»
Το μεγαλύτερο ποσοστό των ειδικών (44,4%) εκτιμά ότι η κρίση θα διαρκέσει δύο έως τρία χρόνια.
Ένα σημαντικό ποσοστό 30,6% εκτιμά ότι η κρίση θα διαρκέσει δύο χρόνια.
Το 90,3% - αθροιστικά - των ειδικών της κτηματαγοράς εκτιμά ότι η κρίση θα διαρκέσει από ένα έως τρία χρόνια.
Αυτή η εκτίμηση του 90,3% των ειδικών, για διάρκεια μέχρι τρία χρόνια, δεν είναι και πολύ μακριά από αντίστοιχη που δείχνει σχετική μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
2. Ποσοστό 36,6% των ερωτηθέντων απαντά ότι η πορεία της αγοράς για κατοικίες για τους επόμενους έξι μήνες θα είναι περίπου η ίδια. Μειωμένο εμφανίζεται το ποσοστό των ειδικών της κτηματαγοράς -από 39,1% που ήταν στην προηγούμενη συγκυρία, σε 33,3% στην παρούσα- που εκτιμά ότι η αγορά ακινήτων για κατοικίες θα είναι χειρότερη. Επίσης, αυξήθηκε το ποσοστό των ερωτηθέντων -από 13,2% που ήταν στην τελευταία συγκυρία σε 14% στην παρούσα- που εκτιμά ως μελλοντικά καλύτερη την αγορά των ακινήτων.
3. Το 45,8% των ειδικών της κτηματαγοράς εκτιμά ότι υπάρχει ισχυρό πλεόνασμα προσφοράς στην αγορά ακινήτων για κατοικίες. Το ποσοστό αυτό είναι λίγο μεγαλύτερο σε σύγκριση με την προηγούμενη συγκυρία. Επίσης, το 48,6% θεωρεί ότι υπάρχει πλεόνασμα προσφοράς, όταν το αντίστοιχο της προηγούμενης συγκυρίας ήταν 54,8%. Το 1,4% των ερωτηθέντων εκτιμά πως υπάρχει πλεόνασμα ζήτησης στην αγορά των ακινήτων για κατοικία.
4. Επιχειρώντας κάποια προσέγγιση της κατάστασης των μη ενοικιασμένων κατοικιών, διαπιστώνεται ότι το 27,4% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι το ποσοστό των μη ενοικιασμένων κατοικιών είναι περίπου το ίδιο το σήμερα σε σχέση με έξι μήνες πριν, ποσοστό μειωμένο σε σύγκριση με την προηγούμενη συγκυρία (34,1%). Μειωμένοι εμφανίζονται (από 55,3% σε 39,6%) οι ερωτηθέντες που θεωρούν ότι το ποσοστό των μη ενοικιασμένων κατοικιών στην αγορά ακινήτων είναι υψηλότερο.
5. Στην παρούσα συγκυρία, το 19,2% των ερωτηθέντων προσδοκά υψηλότερες πωλήσεις κατοικιών για το πρώτο εξάμηνο του 2015, ποσοστό υψηλότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο της προηγούμενης συγκυρίας(16,1%). Το 23,4% των ειδικών της κτηματαγοράς εκτιμά ότι οι πωλήσεις των κατοικιών για το επόμενο εξάμηνο (πρώτο του 2015) θα είναι περίπου ίδιες με σήμερα. Το αντίστοιχο ποσοστό στη προηγούμενη συγκυρία είχε διαμορφωθεί στο 25,2%.
6. Σχεδόν το ίδιο είναι το ποσοστό αυτών που εκτιμούν χαμηλότερες (αθροιστικά: «χαμηλότερες» + «πολύ χαμηλότερες») πωλήσεις κατοικιών,57,4%, όταν το αντίστοιχο της προηγούμενης συγκυρίας είχε διαμορφωθεί στο 58,7%, παραμένοντας σε υψηλά επίπεδα.
7. Το 56,2% των ειδικών προσδοκά ότι θα «υπάρξει σχετική μείωση» στις τιμές πωλήσεων των κατοικιών στους επόμενους έξι μήνες, ποσοστό μειωμένο σε σύγκριση με το αντίστοιχο της προηγούμενης συγκυρίας (65,8%). Επίσης, το 31,1% εκτιμά «ότι θα μείνουν σταθερές οι τιμές των πωλήσεων», ποσοστό μεγαλύτερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο της προηγούμενης συγκυρίας (19,1%).
8. Το 15,4% προσδοκά υψηλότερη ζήτηση κατοικιών για το πρώτο εξάμηνο του 2015. Περισσότεροι από τρεις στους δέκα (32,1%) των ειδικών της κτηματαγοράς εκτιμά ότι η ζήτηση των κατοικιών για το επόμενο εξάμηνο θα είναι περίπου ίδια με σήμερα.
Το ποσοστό αυτών που εκτιμούν χαμηλότερη ζήτηση κατοικιών (αθροιστικά: «χαμηλότερη» + «πολύ χαμηλότερη»), το οποίο φτάνει το 52,5%, είναι λίγο αυξημένο σε σύγκριση με το αντίστοιχο της προηγούμενης μέτρησης (51%).
9. Το 30,6% των ειδικών της κτηματαγοράς πιστεύει ότι η κρίση στην αγορά κατοικίας θα διαρκέσει 2 χρόνια, ενώ το 4,2% πιστεύει ότι η κρίση στην αγορά κατοικίας θα διαρκέσει λιγότερο από 6 μήνες. Επίσης, το 44,4% εκτιμά ότι η κρίση στην αγορά κατοικίας θα διαρκέσει 2 έως 3 χρόνια.
10. Το 98,6% των ειδικών της κτηματαγο-ράς πιστεύει ότι η κρίση συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά τις τιμές των ακινήτων, ενώ μόλις το 1,4% πιστεύει ότι η κρίση επηρεάζει τις τιμές των ακινήτων θετικά.
11. Όσον αφορά στη μελλοντική οικονομική πορεία της χώρας, οι απόψεις των ειδικών της κτηματαγοράς διίστανται, αφού το 36,6% πιστεύει πως η οικονομία της χώρας θα είναι καλύτερη μετά από 6 μήνες, ενώ το υπόλοιπο63,4% θεωρεί πως αυτή θα είναι χειρότερη (αθροιστικά: «χειρότερη» + «πολύ χειρότερη»).
12. Οκτώ στους δέκα ειδικούς (78,1%) θεωρούν ότι η οικονομική κρίση της χώρας έχει προκαλέσει σημαντικές δυσμενείς αλλαγές στο χώρο της αγοράς ακινήτων. Ακόμα και στην περίπτωση που η οικονομία ανακάμψει, η κτηματαγορά θα πρέπει να πάψει να ακολουθεί τον κανόνα που επικρατούσε στα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης: την ιδιοκτησία κατοικίας που στηρίζεται σε φθηνά δάνεια, χωρίς ανάλογες εγγυήσεις.
13. Η πλειοψηφία των ειδικών της κτηματαγοράς (65,8%), θεωρεί ότι οι παρεμβάσεις της Πολιτείας για τα θέματα της κτηματαγοράς γινόταν προς τη λάθος κατεύθυνση. Ένα παράδειγμα αποτελεί η φορολογική πολιτική για τα ακίνητα. Οι συνεχεία αλλαγές τύπου «ράβε-ξήλωνε» των φορολογικών νόμων, σίγουρα δημιουργεί επιπλέον στρεβλώσεις στις οικονομικές αποφάσεις.
Η ανεργία στην πρώτη γραμμή της ανησυχίας
Τα τρία πιο σημαντικά προβλήματα
Τρία είναι τα κορυφαία προβλήματα για τους Ελληνες αυτή την περίοδο, σύμφωνα με τους ειδικούς της κτηματαγοράς. Πρόκειται για την ανεργία, την ύφεση και το έλλειμμα αξιών. Η ανεργία συνιστά πρόβλημα μείζονος σημασίας, καθώς επτά στους δέκα (75,7%) ερωτηθέντες την τοποθετούν αξιολογικά στην κορυφή των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Επίσης, οι ειδικοί κατατάσσουν τη φτώχεια στην πρώτη πεντάδα των σημαντικότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Τονίζεται ότι το ποσοστό των ειδικών της κτηματαγοράς που ανησυχεί για την ανεργία είναι πάρα πολύ υψηλό (75,7%). Η λαθρομετανάστευση (6,8%), το σύστημα υγείας (5,4%) και η εγκληματικότητα (1,4%), φαίνεται να προβληματίζουν λιγότερο τους ειδικούς της κτηματαγοράς, αν και παραμένουν ως σημαντικά προβλήματα που απασχολούν τη χώρα.
Υπερπροσφορά στα επαγγελματικά κτίρια
Ελλειψη εμπιστοσύνης στην αγορά ακινήτων
Ο Γενικός Δείκτης της Κτηματαγοράς μετρά το επίπεδο της εμπιστοσύνης των ειδικών της Κτηματαγοράς. Βαθμός πάνω από 50 δείχνει ότι υπάρχει εμπιστοσύνη. Αύξηση σημειώνεται στον Γενικό Δείκτη εμπιστοσύνης της Κτηματαγοράς, καθώς αυτός διαμορφώνεται στο επίπεδο των 31,6 μονάδων, έναντι 29,1 μονάδων στη δεύτερη Συγκυρία του 2014.
Σε ότι αφορά στις επιμέρους συνιστώσες του δείκτη εμπιστοσύνης, ο Δείκτης Επαγγελματικών Ακινήτων (31,1) σημείωσε μικρή άνοδο σε σύγκριση με την προηγούμενη Συγκυρία (β' εξάμηνο του 2014). Μικρή αύξηση παρατηρήθηκε και στην εξέλιξη του Δείκτη Εμπιστοσύνης των Κατοικιών (32,0), σε σχέση με την προηγούμενη Συγκυρία (30,0).
Στον τομέα των επαγγελματικών ακινήτων οι ειδικοί εκτιμούν σε ποσοστό 95,5% ότι υπάρχει υπερπροσφορά (ισχυρό πλεόνασμα και πλεόνασμα προσφοράς).
Επίσης, ότι υπάρχει σχετική μείωση τιμών σε σχέση με έξι μήνες πριν, πιστεύει το 61,9%. Το 62% εκτιμά ότι θα υπάρξει μια σχετική μείωση το επόμενο εξάμηνο ενώ το 11,8% θεωρεί ότι οι τιμές θα παραμείνουν σταθερές. Οι ειδικοί προβλέπουν σε ποσοστό 34,6% ότι θα είναι ίδια η ζήτηση για αγορά επαγγελματικών ακινήτων το επόμενο εξάμηνο και το 56,3% διαφωνεί ότι οι τιμές των επαγγελματικών ακινήτων είναι η επόμενη φούσκα. Οι μισοί ειδικοί (50,3%) πιστεύει ότι η κατάσταση θα είναι χειρότερη ή πολύ χειρότερη σε σύγκριση με έξι μήνες πριν.
Η Ελλάδα 33η σε σύνολο 97 χωρών
Η έλλειψη διαφάνειας πλήττει τις επενδύσεις
Η έρευνα στέκεται και στη διαφάνεια της κτηματαγοράς και αναφέρει: «Πολύ συχνά η διαφάνεια και ο ιδιαίτερος ρόλος της στα δρώμενα συνδέονται με την ύπαρξη μηχανισμών λογοδοσίας για τη συμπεριφορά των δημόσιων υπηρεσιών. Σ' αυτήν την περίπτωση, η διαφάνεια σχετίζεται με τη διαφθορά, οπότε θεωρείται ως ένα εργαλείο μείωσης της διαφ-θοράς.
Όμως η διαφάνεια έχει μεγάλη σημασία και για τον τομέα της κτηματαγοράς. Οι επενδυτές εντός και εκτός χώρας, οι ιδιοκτήτες ακινήτων, οι εταιρείες ανάπτυξης, και άλλοι φορείς επιδιώκουν αντικειμενική πληροφόρηση και ελπίζουν σε κάποια κριτήρια ηθικής για την αγορά ακινήτων.
Η Ελληνική αγορά, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ιδιαίτερα δύσκολη και περίπλοκη, αφού οι νόμοι, το φορολογικό σύστημα, η πολεοδομία και γενικά όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, δεν μπορούν να δώσουν σαφή δεδομένα για την επικρατούσα ρευστή κατάσταση, απομακρύνοντας του όποιους επενδυτές.
Εκτός από τις άλλες στρεβλώσεις της κτηματαγοράς, χρειάζεται η ύπαρξη κάποιου επιπέδου διαφάνειας. Η Jones Lang LaSalle, έχει αναπτύξει το Δείκτη Διαφάνειας της Κτηματαγοράς (Jones Lang LaSalle Real Estate Transparency Index - RETI) καλύπτοντας 102 αγορές παγκοσμίως. Ο σκοπός του δείκτη RETI, είναι να βοηθήσει τους επενδυτές της αγοράς να αντιληφθούν τις σημαντικές διαφορές, όταν αυτοί συναλλάσσονται, κυρίως σε ξένες χώρες.
Πέντε βαθμίδες διαφάνειας
Ο δείκτης RETI κινείται στο διάστημα τιμών από ένα έως πέντε. Η χώρα, στην οποία έχει ο δείκτης RETI τιμή ίση με τη μονάδα (=1) θεωρείται ότι διαθέτει διαφανή κτηματαγορά, ενώ κάποια χώρα που εμφανίζει τιμή δείκτη ίση με πέντε, έχει μια εντελώς αδιαφανή κτηματαγορά. Έτσι, προκύπτουν πέντε βαθμίδες διαφάνειας:
Υψηλή διαφάνεια, όταν η τιμή του δείκτη κυμαίνεται μεταξύ 1 και 1,7
Διαφάνεια, όταν η τιμή του δείκτη κινείται μεταξύ 1,71 και 2,45
Ημιδιαφάνεια, όταν η τιμή του δείκτη βρίσκεται μεταξύ 2,46 και 3,46
Χαμηλή Διαφάνεια, όταν η τιμή του δείκτη βρίσκεται μεταξύ 3,47 και 3,97
Αδιαφάνεια, όταν η τιμή του δείκτη κυμαίνεται μεταξύ 3,98 και 5.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 33η θέση, έχοντας τιμή του Δείκτη Διαφάνειας (RETI) ίση με 2,71 για το έτος 2014. Το 2012 η Ελλάδα βρισκόταν επίσης στην 33η θέση, σε σύνολο χωρών 97, με τιμή του δείκτη ίση με 2,84.
Παρατηρούμε ότι η χώρα μας βρίσκεται στην ίδια ομάδα, των ημι-διαφανών χωρών μαζί με τις Ρουμανία, Σλοβακία, Τουρκία, Κροατία, Ισραήλ και Ρωσία (1η και 2η βαθμίδα). Ασφαλώς, χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και από την Πολιτεία, αλλά και τους παράγοντες της κτηματαγοράς για να ξεφύγει από την κατάσταση των ημιδιαφανών αγορών.
Οπως αναφέρει η έρευνα, δεν είναι δυνατόν η χώρα μας να επιδιώκει, μέσα στα πλαίσια της ανάπτυξης του τουρισμού, την εξοχική κατοικία, τις ξενοδοχειακές μονάδες και η κτηματαγορά να βρίσκεται σε κατάσταση ημι-διαφάνειας. Η χώρα αναζητά ξένους επενδυτές, τι στιγμή που ελλοχεύει ο επενδυτικός κίνδυνος για τη χώρα, οι φορολογικοί νόμοι αλλάζουν συχνά, οι αξίες δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα και εξακολουθούν να υφίστανται και άλλες γνωστές παθογένειες του συστήματος.