Η Ελλάδα έχει την 5η υψηλότερη επαναλαμβανόμενη φορολογία ακίνητης περιουσίας (ΕΝΦΙΑ, ΦΑΠ κλπ.), με φορολογικά έσοδα ισοδύναμα του 1.4% του ΑΕΠ του 2012, από 0.4% πριν την κρίση, αναφέρει η Alpha Bank, στο εβδομαδιαίο δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων με ημερομηνία 29/8/2014.
Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο, όπως αναφέρει, που υπάρχουν ισχυρές αντιδράσεις,
καθώς η φορολογία με τον ΕΝΦΙΑ, από φορολογία σε επιμέρους ακίνητα μετατράπηκε σε φορολογία με δημευτικό χαρακτήρα επί της συνολικής ακίνητης περιουσίας. Και αυτό συμβαίνει σύμφωνα με τους αναλυτές διότι, όπως αναφέρουν μεταξύ άλλων "πέραν όλων των άλλων, επιδιώκεται να εφαρμοσθεί και σε μια συγκυρία όπου η απόδοση της περιουσίας όχι μόνο συνεχώς μειώνεται αλλά ταυτόχρονα ήδη υπερφορολογείται ενώ μεγάλο μέρος του πλούτου, όπως είναι η ακίνητη περιουσία, είτε δεν έχει απόδοση (για να πληρωθούν οι φόροι) είτε δεν μπορεί καν να ρευστοποιηθεί.
Απαιτείται, συνεπώς, επαναφορά του ΕΝΦΙΑ σε σωστή βάση (φόρος σε επιμέρους ακίνητα) και κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου, που είναι και ο μεγάλος ένοχος στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, πέραν των απαλλαγών που έχουν δοθεί στις αγροτικές περιοχές και το γεγονός ότι επιβάλλεται σε αντικειμενικές αξίες που υπερβαίνουν κατά πολύ τις πραγματικές. Ο νόμος όπως είναι δεν επιδέχεται διόρθωση και η λύση δεν είναι, βεβαίως, να αυξηθεί το αφορολόγητο και να μετακυλισθεί η διαφορά στον συμπληρωματικό φόρο. Η λογική της αναμόρφωσής του νόμου δεν μπορεί να είναι η μετακύλιση φορολογικού βάρους στους γνωστούς «άλλους».
Εάν, όμως, δεν δραστηριοποιηθεί και πάλι η αγορά ακινήτων, όπως φαντάζει πλέον πολύ πιθανό, η οικονομία θα αρχίσει να χάνει την δυναμική της και η επερχόμενη ανάκαμψη μπορεί να εκτροχιασθεί. Στην περίπτωση αυτή, η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα θα δημιουργήσει τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα, πολύ μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει από την δημευτική φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας.
Χρειάζεται, λοιπόν, μεγάλη προσοχή για να μην κλωτσήσουμε την καρδάρα με το γάλα, που την γεμίσαμε με πολύ προσπάθεια και τόσες θυσίες. Η διόρθωση του νόμου δεν μπορεί να γίνει μόνο με προσπάθειες εξωραϊσμού. Αν ο νόμος δεν αλλάξει ουσιαστικά, οι συνέπειες θα είναι καταλυτικές και δυσάρεστες για την ελληνική οικονομία. Η περίπτωση του ΕΝΦΙΑ είναι ενδεικτική των σοβαρών ιδεολογικών αγκυλώσεων και στρεβλώσεων που εξακολουθούν να υπάρχουν και
σήμερα (μετά από μια 5ετή πορεία διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων) και που εξακολουθούν να θέτουν εμπόδια στην ανάκαμψη και στην έξοδο της οικονομίας μας από την κρίση.
Είναι γεγονός ότι η προαναφερθείσα σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, της αξιοπιστίας και της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας επιτεύχθηκαν με τεράστιο κόστος της προσαρμογής. Σε ορισμένες δε πτυχές της η προσαρμογή κατέστη εξαιρετικά πιο επώδυνη, ιδιαίτερα όταν ήταν αναγκαίο να προωθηθεί υπό το βάρος διατηρούμενων ακόμη ιδεολογικών, συντεχνιακών και γραφειοκρατικών στρεβλώσεων. Η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ και γενικότερα της παραγωγικής δραστηριότητας και της απασχόλησης
κατά την περίοδο της προσαρμογής αποτελούν πράγματι οδυνηρές εξελίξεις για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις της χώρας και θα απαιτηθεί αρκετός χρόνος και προσπάθεια για να καλυφθούν οι πληγές που δημιουργήθηκαν.
Το πιο οδυνηρό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι από πολλές πλευρές συνεχίζεται η αποπροσανατολιστική τακτική της απόδοσης του κόστους προσαρμογής στα
προγράμματα που εφαρμόστηκαν για να εξασφαλιστεί η έξοδος της ελληνικής οικονομίας από τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της, αντί στις αιτίες, τις πολιτικές και τις πρακτικές που οδήγησαν (εντελώς αναίτια) την Ελλάδα σε αυτή την κρίση.
Αυτές οι πολιτικές και πρακτικές μας οδήγησαν στη χρεοκοπία και στην απώλεια ενός σημαντικού μέρους της ανεξαρτησίας της χώρας στην άσκηση της εγχώριας οικονομικής πολιτικής. Και αυτές οι πολιτικές, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 2000, αλλά και των προηγούμενων δεκαετιών, μας οδήγησαν στην πτώση του ΑΕΠ και στη δραματική αύξηση της ανεργίας στην περίοδο 2010-2013. Δεν ήταν τα Μνημόνια που προκάλεσαν την τεράστια ύφεση και την πτώση του ΑΕΠ κατά 23,5% σε έξι (6) έτη, αλλά η προκλητική παραβίαση πριν από το 2009 από το ελληνικό δημόσιο και γενικότερα από το σύνολο του πολιτικού συστήματος της χώρας κάθε έννοιας χρηστής διαχείρισης, ακόμη και σε περιόδους κατά τις οποίες οι μακροοικονομικές ανισορροπίες στη χώρα είχαν λάβει εκρηκτικές διαστάσεις (έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας με αντίστοιχο πλεόνασμα στο λογαριασμό κεφαλαίων - ύψους άνω των 30 δις ή του 14% του ΑΕΠ). Πως θα μπορούσε άραγε να λειτουργήσει η χώρα χωρίς τα 30 δις ετησίως του δανεισμού της από το εξωτερικό, εάν δεν εφάρμοζε τα προγράμματα
προσαρμογής που προέκυπταν από τα συμφωνηθέντα Μνημόνια;"