- Το υπουργείο Οικονομικών προσπαθεί να αναθερμάνει την αγορά των ακινήτων που έχει παγώσει
- Το πόθεν έσχες θα εφαρμόζεται στην πραγματική τιμή πώλησης του ακινήτου
- Το μέτρο θα εφαρμοστεί για το τεκμήριο απόκτησης του ακινήτου και όχι για το φόρομεταβίβασης
- Παράδειγμα για τη νέα ρύθμιση που θα προωθήσει το υπουργείο Οικονομικών
Ένα νέο πιο ...ευέλικτο σύστημα εφαρμογής του «πόθεν έσχες» στα ακίνητα ώστε να αναθερμανθεί η κτηματαγορά η οποία έχει “παγώσει” προωθεί το υπουργείο Οικονομικών.
Ίσως και εντός της επόμενης εβδομάδας θα καταθέσει στην Βουλή ρύθμιση σύμφωνα με την οποία αποσυνδέεται το τεκμήριο απόκτησης ενός ακινήτου από την αντικειμενική αξία η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις είναι πολύ υψηλότερη ακόμη και διπλάσια από την εμπορική αξία.
Το «πόθεν έσχες» θα εφαρμόζεται στην πραγματική τιμή πώλησης του ακινήτου, ενώ πιθανότατα σε αυτή θα προστίθενται και οι υπόλοιπες δαπάνες όπως έξοδα μεταβίβασης του ακινήτου (έξοδα συμβολαιογράφου, μεταγραφής κλπ).
Έτσι η εφορία θα δέχεται το ποσόν της συναλλαγής που θα αναγράφει ο αγοραστής στο συμβόλαιο αγοράς, όποιο και αν είναι αυτό χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αντικειμενική αξία.
Το μέτρο θα εφαρμοστεί για το τεκμήριο απόκτησης του ακινήτου και όχι για το φόρο μεταβίβασης ο οποίος θα επιβάλλεται στην αντικειμενική αξία του ακινήτου.Για παράδειγμα ένας φορολογούμενος που αγοράζει ένα σπίτι έναντι 120.000 ευρώ με αντικειμενική αξία 180.000 ευρώ θα πρέπει να δικαιολογήσει στην εφορία την προέλευση κεφαλαίων ύψους 180.000 ευρώ ενώ στην πραγματικότητα έχει καταβάλει 60.000 ευρώ λιγότερα για την απόκτηση του ακινήτου.
Σε περίπτωση που δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προέλευση των χρημάτων ο νόμος προβλέπει ότι θα πρέπει να πληρώσει φόρο εισοδήματος επί του ποσού του τιμήματος που δεν θα καταφέρει να δικαιολογήσει, καθώς αυτό θα αντιμετωπιστεί ως φορολογητέο εισόδημα.
Το τίμημα για την αγορά του ακινήτου αναγράφεται στη φορολογική δήλωση. Αν δεν δικαιολογηθεί με κάποιο τρόπο ( τραπεζικός δανεισμός, ανάλωση κεφαλαίου προηγούμενων ετών , πώληση περιουσιακών στοιχείων κ.α) τότε θα φορολογηθεί ως εισόδημα με συντελεστή έως 42% και με ειδική εισφορά αλληλεγγύης έως 4%.