Ενας κίνδυνος πλανάται πάνω από την ελληνική οικονομία και αγορά ακινήτων. Είναι τα δύο εκατομύρια περίπου δάνεια που πλέον δεν εξυπηερετούνται και βρίσκονται ένα βήμα πριν από την καταγγελία από τις τράπεζες.
Πρόκειται για δάνεια μέχρι 1 εκατομμύριο ευρώ και οφείλονται από νοικοκυριά, επαγγελματίες και μικρές επιχειρήσεις και έχουν πάψει να εξυπηρετούνται τρεις μήνες και πλέον. Ετσι, ο συνολικός αριθμός των δανείων που εξακολουθεί να εξυπηρετείται περιορίστηκε στα 5 εκατομμύρια περίπου
Η ακτινογραφία των 2 εκατομμυρίων καθυστερήσεων, σύμφωνα με δημοσίευμα της "Καθημερινής" αριθμεί 800.000 καταναλωτικά, 900.000 πιστωτικές κάρτες, πάνω από 100.000 μικρά επιχειρηματικά δάνεια, αλλά και 300.000 στεγαστικά. Μετά από έξι χρόνια ύφεσης και πτώσης της κατανάλωσης, η εικόνα δείχνει να έχει ξεκαθαρίσει στο μέτωπο των καταναλωτικών δανείων και των πιστωτικών καρτών, η κατάρρευση των οποίων αποτέλεσε το άμεσο σύμπτωμα της κρίσης. Τα δάνεια της καταναλωτικής πίστης ήταν και τα πρώτα που καταγγέλθηκαν από τις τράπεζες στη διαδικασία του ξεκαθαρίσματος της αγοράς, ακόμη και αν η καταγγελία δεν συνοδευόταν με κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τα στεγαστικά δάνεια. Το προστατευτικό πλαίσιο που υπήρχε όχι μόνο για την πρώτη κατοικία, αλλά και για το σύνολο της περιουσίας του δανειολήπτη, λειτούργησε ανασχετικά σε κάθε διάθεση καταγγελίας των σχετικών συμβάσεων, στον βαθμό που οι πλειστηριασμοί ήταν απαγορευμένοι. Η προσπάθεια επικεντρώθηκε στη ρύθμιση των συγκεκριμένων δανείων με επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής, καταβολή μιας ελάχιστης δόσης, που μπορούσε να εξυπηρετηθεί από το εισόδημα του δανειολήπτη, μόνο τόκων σε περίπτωση μεγάλης αδυναμίας ή ακόμη και παγώματος της οφειλής. Εντούτοις τα στοιχεία για την εξέλιξη των στεγαστικών δανείων σε καθυστέρηση δείχνουν ότι η κατάσταση κάθε άλλο παρά έχει εκτονωθεί. Μέσα στο 2013, 70.000 περίπου δανειολήπτες προστέθηκαν στον μακρύ κατάλογο των ασυνεπών οφειλετών, ο οποίος αριθμεί πλέον 300.000 νοικοκυριά, που καθυστερούν τη δόση του στεγαστικού τους δανείου για χρονικό διάστημα άνω των τριών μηνών. Μεταξύ αυτών ένας σημαντικός αριθμός εξ αυτών έχει εγκαταλείψει πλήρως την προσπάθεια κυρίως λόγω πλήρους αδυναμίας και λιγότερο λόγω απροθυμίας. Η αύξηση των καθυστερήσεων στα στεγαστικά δάνεια συρρίκνωσε τον αριθμό αυτών που συνεχίζουν να εξυπηρετούνται έστω και έπειτα από ρύθμιση. Ετσι στο τέλος του 2013, τα ενήμερα στεγαστικά δάνεια είναι κάτω από τις 800.000 από 860.000 στις αρχές του 2013 και 960.000 στις αρχές του 2012. Τα ακίνητα, ως το ισχυρότερο οχυρό της οικονομίας που συγκέντρωσε επί δεκαετίες τις αποταμιεύσεις και τις προσδοκίες προσπορισμού, θα κριθούν εντός του 2014. Μαζί θα κρίνουν επίσης τις αντοχές των ελληνικών νοικοκυριών αλλά και των τραπεζών, που ανακεφαλαιοποιήθηκαν με λεφτά των φορολογουμένων, χωρίς ακόμη να μπορεί να πεις κανείς με ασφάλεια ότι έχει γραφτεί και η τελική γραμμή στον λογαριασμό.
Οι δύο νομοθετικές πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει η κυβέρνηση, η πρώτη για τη ρύθμιση των στεγαστικών δανείων που δεν έχουν καταγγελθεί από τις τράπεζες και η δεύτερη για τα δάνεια που απειλούνται ήδη με πλειστηριασμό, δεν έχει μέχρι σήμερα την αναμενόμενη απήχηση, παρά το γεγονός ότι οι προσδοκίες ανέβαζαν τον αριθμό εκείνων που θα προστρέξουν ακόμη και στις 200.000!
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η ρύθμιση γι' αυτούς που έχουν καθυστερημένες οφειλές από στεγαστικά, ακόμη και αν η τράπεζα δεν έχει ακόμη καταγγείλει τη σύμβαση, έχει αξιοποιηθεί μέχρι σήμερα από μόλις 5.000 δανειολήπτες, ενώ ανάλογη υποδοχή έχει και ο νόμος για τους δανειολήπτες με οφειλές από στεγαστικά, τα ακίνητα των οποίων είναι ένα βήμα πριν από τον πλειστηριασμό. Με δεδομένο ότι η προθεσμία ένταξης των οφειλετών σε μία από τις δύο ρυθμίσεις, που επιτρέπει αποπληρωμή με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους ή ακόμα και πάγωμα της τοκοχρεωλυτικής δόσης, λήγει αντίστοιχα τον Μάρτιο και τον Φεβρουάριο, η εικόνα για την τύχη ενός μεγάλου αριθμού ακινήτων θα αποκρυσταλλωθεί το προσεχές διάστημα.
Η απροθυμία ένταξης, που παρατηρείται μέχρι στιγμής, μπορεί να ερμηνευθεί από τις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτουν οι δύο νόμοι, σε σχέση κυρίως με το σύνολο της ακίνητης περιουσίας και των καταθέσεων σε τράπεζες και λιγότερο με τα εισοδηματικά κριτήρια, που κατά κοινή ομολογία επιτρέπουν την ένταξη ενός μεγάλου αριθμού πολιτών. Το ενδεχόμενο ωστόσο να βγουν στον πλειστηριασμό 300.000 ακίνητα φαντάζει εφιαλτικό και απορρίπτεται τόσο από την πλευρά της κυβέρνησης όσο και από την πλευρά των τραπεζών.