Δώρο σε «ημέτερους», τράπεζες, κατασκευαστικές και εταιρείες αξιοποίησης ακινήτων που κατέχουν ακίνητα «φιλέτα» κάνει η κυβέρνηση τον φόρο μεταβίβασης με την τροπολογία-μίνι φορολογικό που κατέθεσε την περασμένη Τρίτη στη Βουλή, ενώ 48 ώρες μετά εγκύκλιος της Γενική Γραμματείας Εσόδων στερεί από χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων την έκπτωση στον ΕΝΦΙΑ. Ειδικότερα, με την τροπολογία απαλλάσσονται «από τον φόρο μεταβίβασης το σύνολο ακινήτων που ανήκουν σε μετατρεπόμενες επιχειρήσεις κατασκευής ή εκμετάλλευσης ακινήτων». Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ εκτιμούν ότι η διάταξη αφορά τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, οι οποίες βρέθηκαν με ένα ογκώδες χαρτοφυλάκιο ακινήτων-φιλέτων που κατείχαν οι τράπεζες που απορρόφησαν. Κι ενώ θα έπρεπε να τα χρησιμοποιήσουν για τις δικές τους ανάγκες για τουλάχιστον πέντε χρόνια –όπως προβλέπει ο νόμος 1297 του 1972– ώστε να «γλιτώσουν» από τον φόρο μεταβίβασης, τώρα το υπουργείο Οικονομικών έρχεται να τους απαλλάξει από την υποχρέωση αυτή. Σε αυτό το χαρτοφυλάκιο θα προσθέσουν στο μέλλον και άλλα «φιλέτα» από τις διαδικασίες των πλειστηριασμών και της διαχείρισης των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων. Σε κάθε περίπτωση, ο νόμος της χούντας προέβλεπε την απαλλαγή του φόρου μεταβίβασης καθώς τα ακίνητα αυτά ήταν υποστηρικτικά της δραστηριότητας της επιχείρησης, στη συγκεκριμένη περίπτωση της τραπεζικής. Αυτό που επιχειρείται με την τροπολογία είναι να μη φορολογηθεί η μεταβίβαση ακινήτων, τα οποία θα αποτελούν αντικείμενο επιχειρηματικής δράσης. Υπάρχει εξάλλου η υπόνοια ότι με τη ρύθμιση αυτή διευκολύνεται η μεταβίβαση τραπεζικών ακίνητων με τη μέθοδο των συγχωνευόμενων ή μετατρεπόμενων εταιρειών σε ξένα funds. Αυτό που είναι εξοργιστικό είναι ότι στην ειδική έκθεση που συνοδεύει την τροπολογία αναφέρεται ότι με τη χορήγηση της υφιστάμενης απαλλαγής από τον φόρο ακινήτων που ανήκουν σε μετατρεπόμενες επιχειρήσεις κατασκευής ή εκμετάλλευσης ακινήτων, επέρχεται ετήσια απώλεια εσόδων, η οποία «δεν μπορεί να προσδιοριστεί ούτε να εκτιμηθεί, γιατί εξαρτάται από μεταβλητούς παράγοντες», αλλά θα αναπληρωθεί με άλλες πηγές εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού.
Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014
Δωρο στις τράπεζες και στους "επενδυτές".
Δώρο σε «ημέτερους», τράπεζες, κατασκευαστικές και εταιρείες αξιοποίησης ακινήτων που κατέχουν ακίνητα «φιλέτα» κάνει η κυβέρνηση τον φόρο μεταβίβασης με την τροπολογία-μίνι φορολογικό που κατέθεσε την περασμένη Τρίτη στη Βουλή, ενώ 48 ώρες μετά εγκύκλιος της Γενική Γραμματείας Εσόδων στερεί από χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων την έκπτωση στον ΕΝΦΙΑ. Ειδικότερα, με την τροπολογία απαλλάσσονται «από τον φόρο μεταβίβασης το σύνολο ακινήτων που ανήκουν σε μετατρεπόμενες επιχειρήσεις κατασκευής ή εκμετάλλευσης ακινήτων». Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ εκτιμούν ότι η διάταξη αφορά τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, οι οποίες βρέθηκαν με ένα ογκώδες χαρτοφυλάκιο ακινήτων-φιλέτων που κατείχαν οι τράπεζες που απορρόφησαν. Κι ενώ θα έπρεπε να τα χρησιμοποιήσουν για τις δικές τους ανάγκες για τουλάχιστον πέντε χρόνια –όπως προβλέπει ο νόμος 1297 του 1972– ώστε να «γλιτώσουν» από τον φόρο μεταβίβασης, τώρα το υπουργείο Οικονομικών έρχεται να τους απαλλάξει από την υποχρέωση αυτή. Σε αυτό το χαρτοφυλάκιο θα προσθέσουν στο μέλλον και άλλα «φιλέτα» από τις διαδικασίες των πλειστηριασμών και της διαχείρισης των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων. Σε κάθε περίπτωση, ο νόμος της χούντας προέβλεπε την απαλλαγή του φόρου μεταβίβασης καθώς τα ακίνητα αυτά ήταν υποστηρικτικά της δραστηριότητας της επιχείρησης, στη συγκεκριμένη περίπτωση της τραπεζικής. Αυτό που επιχειρείται με την τροπολογία είναι να μη φορολογηθεί η μεταβίβαση ακινήτων, τα οποία θα αποτελούν αντικείμενο επιχειρηματικής δράσης. Υπάρχει εξάλλου η υπόνοια ότι με τη ρύθμιση αυτή διευκολύνεται η μεταβίβαση τραπεζικών ακίνητων με τη μέθοδο των συγχωνευόμενων ή μετατρεπόμενων εταιρειών σε ξένα funds. Αυτό που είναι εξοργιστικό είναι ότι στην ειδική έκθεση που συνοδεύει την τροπολογία αναφέρεται ότι με τη χορήγηση της υφιστάμενης απαλλαγής από τον φόρο ακινήτων που ανήκουν σε μετατρεπόμενες επιχειρήσεις κατασκευής ή εκμετάλλευσης ακινήτων, επέρχεται ετήσια απώλεια εσόδων, η οποία «δεν μπορεί να προσδιοριστεί ούτε να εκτιμηθεί, γιατί εξαρτάται από μεταβλητούς παράγοντες», αλλά θα αναπληρωθεί με άλλες πηγές εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού.