Ως εξοχικός, πλούσιος συνοικισμός των Αθηνών, που κατοικείται από μεγαλοαστούς, χαρακτηριζόταν στις αρχές του 20ού αιώνα η Κυψέλη. Δενδρόφυτη, με άφθονα νερά, αποτελούσε τόπο εκδρομής και αναψυχής των Αθηναίων της εποχής.
Ως εξοχικός, πλούσιος συνοικισμός των Αθηνών, που κατοικείται από μεγαλοαστούς, χαρακτηριζόταν στις αρχές του 20ού αιώνα η Κυψέλη. Δενδρόφυτη, με άφθονα νερά, αποτελούσε τόπο εκδρομής και αναψυχής των Αθηναίων της εποχής.
Για συμβολικούς λόγους και μόνο θα αναφέρουμε και την έπαυλη του Βρετανού ναυάρχου Σερ Πάλτνι Μάλκολμ (αρχές του 1830), όπου σήμερα στεγάζεται το Ασυλο Ανιάτων. Ο Μάλκολμ, λέγεται, ότι γοητεύτηκε τόσο από το κλίμα της Αθήνας ώστε θέλησε να χτίσει την εξοχική βίλα του στο "χωριό Πατήσια μισή ώρα μακριά από την πόλη". Ξόδεψε, μάλιστα, για την έπαυλή του 3.000 λίρες, υπέρογκο ποσό για την εποχή.
Τα χρόνια κύλησαν, τα ρέματα μπαζώθηκαν, η περιοχή άλλαξε όψη, για την ακρίβεια έγινε μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες συνοικίες, μία από τις περιοχές της Ευρώπης με τη χαμηλότερη αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο, η αποθέωση της αντιπαροχής. Και παράλληλα αναπτύχθηκε η μυθολογία της, με επίκεντρο της Φωκίωνος Νέγρη, τους καλλιτέχνες, διανοούμενους, τα πολλά στέκια, τους μεσοαστούς που άρχισαν να αφήνουν τα διαμερίσματα της Κυψέλης για τα βόρεια προάστια, τους πιστούς που παρέμειναν, τους μετανάστες τη δεκαετία του 90, την πολυχρωμία της περιοχής και ταυτόχρονα την ασφυξία από το κυκλοφοριακό και τα τραπεζοκαθίσματα. Υστερα ήρθε η κρίση, η εγκληματικότητα, η εγκατάλειψη. Η ιστορία της περιοχής έχει πολλαπλώς καταγραφεί, η διαδρομή από την αποθέωση του παρελθόντος στην καταγγελία του παρόντος, από τη νοσταλγία του χθες στην παρακμή του σήμερα, έχει απασχολήσει έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, σε ύφος πλάγιο και υμνητικό, οργισμένο και απαξιωτικό, απελπισμένο ή, για κάποιους, λίγους, που επιστρέφουν και ανακαινίζουν παλιά διαμερίσματα, πιο αισιόδοξο.
Η φυσιογνωμία της Κυψέλης, ως συνοικίας, δεν διαφέρει από το, άλλοτε, αστικό κέντρο της πόλης και τις γειτονιές που ακτινωτά συνδέονται μαζί του. Τις τελευταίες ημέρες δημοσιεύτηκαν στοιχεία που καταγράφουν καταβαράθρωση των ακινήτων. Αγγελίες για μικρά διαμερίσματα στην Κυψέλη, γκαρσονιέρες ή ημιυπόγεια με αυλή, από 20 έως 40 τ.μ., που πωλούνται από 4.000 έως 9.000 ευρώ. Και δεν είναι τα μόνα. Παρόμοιο μπαράζ υπάρχει και σε άλλα σημεία της πόλης.
Ο πνιγμός των ακινήτων είναι ταυτόχρονα και πνιγμός της αντιπαροχής. Της αχαλίνωτης οικοδομής που κατάπινε κάθε τετραγωνικό ελεύθερου χώρου, που εκμεταλλευόταν και την τελευταία ρανίδα υπεραξίας της γης, παίρνοντας απάνθρωπες όψεις. Η κρίση στην Κυψέλη δεν οφείλεται αποκλειστικά στην οικονομική κρίση. Εχει ξεκινήσει πριν από χρόνια, όταν οι κάτοικοι (όσοι δεν αναζήτησαν την κοινωνική άνοδο στα βόρεια προάστια) διαμαρτύρονταν για τη διαρκώς προς το χειρότερο και ασφυκτικότερο αλλαγή της περιοχής.
Ο σταδιακός εκφυλισμός της Κυψέλης δεν έχει ημερομηνία έναρξης το 2009. Τότε, απλώς, άρχισε να επιταχύνεται. Για τις εξευτελιστικές τιμές πώλησης δεν ευθύνεται μόνο η αποεπένδυση από την ιδιοκτησία εξαιτίας της υπερφορολόγησης. Ποιος αγοράζει σε μια γειτονιά που απαξιώθηκε από την φρενίτιδα της αντιπαροχής; Που δεν έχει χώρο να περπατήσεις, να παρκάρεις, να αναπνεύσεις, που κτίστηκε ασυλλόγιστα; Οι ξένοι, μετανάστες, που νοίκιαζαν τα μικρά διαμερίσματα, φεύγουν, δύσκολα βρίσκεται επόμενος ενοικιαστής. Τα 20 ή 40 τ.μ θα πουληθούν όσο όσο γιατί δεν υπάρχει ζήτηση.
Η οικονομική κρίση έφερε στην επιφάνεια τη δυσωδία του πτώματος της αντιπαροχής. Μαζί με τις τιμές καταρρέει και το μοντέλο ανάπτυξης, που ταυτίστηκε με την οικοδομή, κορυφώθηκε στη δεκαετία του 80, στριμώχνοντας αλύπητα διεξόδους και προοπτικές.