Στο μικροσκόπιο των τραπεζών βρίσκονται 20.000 δανειολήπτες οι οποίοι, ενώ έχουν οικονομική δυνατότητα και τα περιουσιακά στοιχεία για να αποπληρώνουν κανονικά το χρέος τους, καλύπτονται πίσω από την ολοκληρωτική απαγόρευση των πλειστηριασμών. Η κατηγορία αυτή είναι ο πρώτος στόχος των τραπεζών, σύμφωνα με αρμόδια στελέχη, σε περίπτωση μερικής απελευθέρωσης των πλειστηριασμών.
Οι τράπεζες εκτιμούν ότι αυτοί οι δανειολήπτες θα σπεύσουν να αποπληρώσουν ή να ρυθμίσουν τα δάνειά τους, δεδομένου ότι αναμένεται να εξαιρεθούν από την προστασία που υπάρχει σήμερα για την πρώτη κατοικία λόγω των περιουσιακών στοιχείων και των εισοδημάτων τους.
Μάλιστα τραπεζίτες κάνουν λόγο για προκλητικές περιπτώσεις πελατών οι οποίοι, ενώ έχουν καταθέσεις ή άλλα περιουσιακά στοιχεία δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, συνειδητά αποφεύγουν να πληρώσουν τα χρέη τους καλυπτόμενοι από το νομικό καθεστώς.
Στον αντίποδα, οι τράπεζες δεν επιθυμούν την καθολική άρση των πλειστηριασμών καθώς εκτιμούν ότι θα επιφέρει επιπλέον πτώση 20%-30% στις τιμές των ακινήτων, επηρεάζοντας άμεσα και τα δικά τους χαρτοφυλάκια. Και, δεδομένου ότι η αξία των ακινήτων που έχουν στο ενεργητικό τους και έχουν τιτλοποιήσει υπολογίζεται εκ νέου κάθε χρόνο, η νέα βουτιά στην κτηματαγορά θα χτυπήσει άμεσα τα οικονομικά τους αποτελέσματα.
Επιπλέον, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, σε καμία περίπτωση οι τράπεζες δεν επιθυμούν να βρεθούν με μερικές δεκάδες χιλιάδες επιπλέον ακίνητα, τα οποία θα πρέπει να εγγράψουν στους ισολογισμούς τους με μειωμένη αξία, αλλά και να συντηρούν ώστε να μην απαξιωθούν πλήρως.
Ετσι, ακόμη και στο ενδεχόμενο πλήρους απελευθέρωσης των πλειστηριασμών οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι από τα συνολικά 100.000 ακίνητα που δυνητικά θα μπορούσαν να εκπλειστηριαστούν για χρέη σε στεγαστικά, επιχειρηματικά ή και καταναλωτικά δάνεια, η διαδικασία θα κινηθεί λιγότερο από το ένα τρίτο, δηλαδή για περίπου 30.000 ακίνητα.
Ωστόσο, ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται μέχρι και δύο χρόνια μέχρι τελικά το ακίνητο να βγει στο σφυρί, ενώ στην πλειονότητα των περιπτώσεων στο ενδιάμεσο διάστημα προκύπτει συμβιβασμός ανάμεσα στην τράπεζα και στον δανειολήπτη, αρκεί ο τελευταίος να είναι διατεθειμένος να πληρώσει έστω και μέρος της οφειλής.
Στη λογική αυτή οι τράπεζες ρίχνουν στην αγορά νέα προϊόντα για τους «συνεργάσιμους δανειολήπτες», οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να συνδιαλλαγούν προκειμένου να ρυθμίσουν τη δόση τους. Τα νέα δεδομένα προβλέπουν μείωση του επιτοκίου, αύξηση της μέγιστης διάρκειας των στεγαστικών δανείων μέχρι τα 60 χρόνια, δυνατότητα αποπληρωμής μόνο τόκων, ακόμη και ειδικούς όρους για όσους φέρουν καταθέσεις στην τράπεζα με την οποία έχουν συνάψει το δάνειο. Υπάρχουν δε τράπεζες που επιτρέπουν στους πελάτες τους να πληρώνουν συμβολικά ποσά της τάξης των 100 ή των 200 ευρώ τον μήνα για δύο ή τρία χρόνια και είναι διατεθειμένες να διαγράψουν τους επιπλέον τόκους, σε περίπτωση κατά την οποία ο δανειολήπτης εξοφλήσει κανονικά το σύνολο του δανείου του.