Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010
Στεγαστικά δάνεια: Τα χαμηλότερα επιτόκια των τελευταίων ετών.
Τα χαμηλότερα επιτόκια των τελευταίων ετών, αλλά για περιορισμένο αριθμό πελατών, που πληρούν τα αυστηρά κριτήρια που επιβάλλουν, διαθέτουν πλέον οι τράπεζες.
Ειδικά στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, το... κόστος του χρήματος έχει πέσει πλέον κάτω από το 4% ή και το 3,5%, ενώ ακόμα και στην περίπτωση που κάποιος επιλέξει το σταθερό επιτόκιο, το κόστος κυμαίνεται ανάμεσα στο 4% και το 5%.Εντούτοις, για να φτάσει κανείς στο γκισέ, οι όροι και οι προϋποθέσεις που θέτουν τώρα οι τράπεζες είναι αυστηρότεροι από ποτέ.
Η έλλειψη ρευστότητας, αλλά και η εκτίναξη τον επισφαλειών κάνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να δίνουν δάνεια «με το σταγονόμετρο».Ενδεικτικό της πρωτοφανούς «ασφυξίας» που επικρατεί στην αγορά, είναι ότι το πρώτο εξάμηνο του 2010, έχουν εκταμιευθεί λιγότερα από 10.000 στεγαστικά, ενώ περισσότεροι από 7 στους 10 ενδιαφερόμενους δεν φτάνουν ποτέ στο γκισέ, είτε γιατί οι ίδιες οι τράπεζες τους αποθαρρύνουν, είτε γιατί δεν πληρούν τις αυστηρές προϋποθέσεις.
Ουσιαστικά, μέχρι το τέλος του έτους, τα στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι ο ρυθμός αύξησης των στεγαστικών δανείων θα είναι μηδενικός ή και αρνητικός, όταν πριν από μία διετία ξεπερνούσε το 20%, ενώ οι χορηγήσεις γίνονταν με… συνοπτικές διαδικασίες και ιδιαίτερα χαλαρά κριτήρια.
Τα κριτήρια.
Πλέον, οι τράπεζες έχουν βάλε ιδιαίτερα ψηλά τον πήχη στους όρους εκταμίευσης του δανείου, καθώς θέλουν να είναι εξασφαλισμένες για την αποπληρωμή του χρέους. Μάλιστα, με την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στην κτηματαγορά, η προσημείωση του ακινήτου δεν αρκεί για να πουν το «ναι» στον υποψήφιο δανειολήπτη. Έτσι χρηματοδοτούν το 70% με 75% της εμπορικής αξίας του ακινήτου (έναντι 100% ή και παραπάνω στο παρελθόν). Αυτό σημαίνει ότι ο δανειολήπτης θα πρέπει να συνεισφέρει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό χρημάτων για να πραγματοποιήσει την αγορά.
Επιπλέον, αυστηρή προϋπόθεση για την χορήγηση του δανείου είναι η μηνιαία δόση να μην υπερβαίνει το 40% του καθαρού εισοδήματος του δανειολήπτη. Μάλιστα, στην περίπτωση που το επάγγελμα του δανειολήπτη θεωρείται «επισφαλές» (π.χ. ελεύθερος επαγγελματίας), τότε το ποσοστό αυτό μειώνεται ακόμη περισσότερο.
Παράλληλα, αρκετά συχνά οι τράπεζες ζητούν και επιπλέον εγγυήσεις ή τριτεγγυητές. Μάλιστα, ακόμα και αν πρόκειται για αγορά πρώτης κατοικίας, οι τράπεζες –ανάλογα με τον πελάτη και το ακίνητο- συχνά ζητούν την ύπαρξη επιπλέον περιουσιακών στοιχείων, τα οποία και προσημειώνουν.
Επιτόκια στο ναδίρ.
Όσοι πάντως καταφέρουν να περάσουν τα παραπάνω εμπόδια και να… φτάσουν στο γκισέ, ανταμείβονται με ιδιαίτερα ανταγωνιστικά επιτόκια, τα οποία βρίσκονται πολύ κοντά στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Σήμερα –και εδώ και αρκετούς μήνες- το βασικό επιτόκιο δανεισμού σε Ευρώ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βρίσκεται στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 1%, ενώ το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor Τριμήνου, με βάση το οποίο υπολογίζεται η πλειονότητα των στεγαστικών κυμαινόμενου επιτοκίου διαμορφώνεται κοντά στο 0,90%.
Σε απόλυτους αριθμούς, σήμερα, το τελικό, κυμαινόμενο επιτόκιο στα στεγαστικά δάνεια ξεκινά από το 3,40% περίπου (Euribor Τριμήνου 0,90% πλέον τραπεζικού περιθωρίου 2,5%) και μπορεί να φτάνει ακόμα και το 4,4% (Euribor Τριμήνου 0,90% πλέον τραπεζικού περιθωρίου 3,5%).
Μάλιστα, τα κυμαινόμενα επιτόκια είναι πλέον τόσο χαμηλά, ώστε σχεδόν το σύνολο των δανειοληπτών στρέφεται σε αυτή την κατηγορία. Σήμερα, στα λίγα δάνεια που εκταμιεύονται, περίπου 8 με 9 στα 10 νέα δάνεια εκταμιεύονται με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ακόμα μεγαλύτερα είναι οφέλη για τους παλιούς δανειολήπτες, οι οποίοι έχουν «κλειδώσει» στεγαστικά με κυμαινόμενο επιτόκιο και χαμηλά τραπεζικά περιθώρια.
Για όσους ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, το κόστος του χρήματος είναι χαμηλότερο από κάθε άλλη χρονική στιγμή, μια και σήμερα στην αγορά «τρέχουν» παλιά στεγαστικά με τελικό επιτόκιο ακόμα και 1,80% (επιτόκιο ΕΚΤ 1% πλέον περιθωρίου 0,8%), πολύ χαμηλότερα δηλαδή από τα τρέχοντα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων.
Στον αντίποδα πάντως, οι τραπεζίτες υπερθεματίζουν τα δάνεια σταθερού επιτοκίου. Και αυτό γιατί από τη μια το κόστος χρήματος έχει μειωθεί σημαντικά (κυμαίνεται ανάμεσα στο 4,5% και το 5%) ενώ ο δανειολήπτης εξασφαλίζει μεγαλύτερη ασφάλεια. Και αυτό γιατί είναι μαθηματικά βέβαιο ότι η εποχή των χαμηλών επιτοκίων δεν θα κρατήσει για πάντα και έτσι, ενδεχομένως εκείνοι που θα «κλειδώσουν» σήμερα τις οφειλές τους, θα πληρώσουν συνολικά λιγότερα χρήματα σε σύγκριση με εκείνους που επιλέγουν το κυμαινόμενο.