Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010
Ακίνητη περιουσία: Απαιτείται κρατική στρατηγική.
Του Γιάννη Περρωτή
Μετά από μία περίοδο επτά ετών ανόδου των αξιών των ακινήτων στην Ελλάδα από το 2001 έως τα τέλη του 2008 οι αξίες των ακινήτων έχουν μπει σε έναν καθοδικό κύκλο που εξελίσσεται παράλληλα με την χρηματοοικονομική κρίση. Σημαντικό μέρος της ανόδου είχε συντελεστεί λόγω της ανάπτυξης την οποία πέτυχε η Ελλάδα στην περίοδο 2000-2008, η οποία βασίστηκε στην ραγδαία πτώση των επιτοκίων και στην επέκταση του δανεισμού στον Δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Στην παρούσα φάση κατά την οποία μειώνεται η διαθέσιμη χρηματοδότηση, υπάρχει οικονομική ύφεση, ανεβαίνουν τα επιτόκια και η φορολογία των ακινήτων συντρέχουν συνθήκες μείωσης τουλάχιστον των πραγματικών τιμών.
Σε αυτήν την περίοδο το υπερχρεωμένο Ελληνικό Δημόσιο στην προσπάθειά του να βρει διεξόδους τόσο από το υψηλό χρέος όσο και από το αναπτυξιακό έλλειμμα στρέφεται προς τα ακίνητα του, ως αντικείμενο που μπορεί να αξιοποιηθεί για την μείωση του χρέους, όσο επίσης και στα ακίνητα γενικότερα ως αντικείμενο που μπορεί να συμβάλλει στην πραγματοποίηση σημαντικών επενδύσεων που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη. Η σκέψη αυτή, σε γενικές γραμμές, δεν είναι λανθασμένη εφόσον εφαρμοστεί με κάποια κεντρική και συνολική στόχευση. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος δεν έπρεπε να αυξηθεί ο φόρος ακίνητης περιουσίας και δεν πρέπει να αυξηθούν περαιτέρω. οι αντικειμενικές αξίες Δεν έπρεπε ακόμη να θεσμοθετηθεί εκ νέου ο φόρος μεταβίβασης σε αντικατάσταση του φόρου υπεραξίας.
Τα κοντόφθαλμα αυτά εισπρακτικού χαρακτήρα μέτρα περιορισμένης αποτελεσματικότητας έφεραν και θα εξακολουθήσουν να φέρνουν περιορισμένα έσοδα. Δυσχεραίνουν σημαντικά τους στόχους της ίδιας της κυβέρνησης, μειώνοντας παράλληλα σημαντικά την αξία της δημόσιας και ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας κατά ποσό πολλαπλάσιο των παραπάνω εσόδων. Για παράδειγμα, εξαιτίας των φοροεισπρακτικών μέτρων, εκτιμάται ότι η εκτιμώμενη αξία, της τάξης των 300 δισ. ευρώ της δημόσιας περιουσίας μειώνεται κατά 20%, ποσοστό που ισοδυναμεί με 60 δισ. ευρώ.
Πηγή www.capital.gr