Με βάση την έρευνα των πανεπιστημίων, ελάχιστοι πολίτες αντιμετώπισαν την προοπτική βελτίωσης του κελύφους των κτιρίων τους ώστε να μειώσουν την ενεργειακή τους κατανάλωση.Η βελτίωση των κουφωμάτων, η πιθανή προσθήκη μόνωσης, η αντικατάσταση του καυστήρα, αποτελούν λύσεις που μπορούν να μειώσουν την ενεργειακή κατανάλωση στο μισό και για πάντα.
Εντούτοις η έλλειψη οικονομικών πόρων, αλλά και η άγνοια των πολιτών σε θέματα εξοικονόμησης ενέργειας, 2010-2011 (η μέση κατανάλωση ήταν 122.5 kwh ανά τ.μ.) και τις θερμαντικές ανάγκες του δεύτερου χειμώνα (2011-2012), που ήταν βαρύτερος, η μέση ενεργειακή κατανάλωση αναμενόταν να είναι 167,7 kwh/τ.μ. Ωστόσο η μέση κατανάλωση του δεύτερου χειμώνα ήταν μόλις 109.6 kwh/τ.μ., δηλαδή περίπου 10,5% μικρότερη σε απόλυτες τιμές και περίπου 35% μικρότερη από αυτήν που ανέμεναν οι επιστήμονες με βάση τις κλιματικές συνθήκες.
Ούτως ή άλλως βέβαια, η κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση στις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις ήταν και είναι σε απόλυτη τιμή και ανά τετραγωνικό μέτρο κατοικίας περίπου η μισή απ' ό,τι στις υψηλές τάξεις.
Η έρευνα δείχνει ότι και στα μεσαία εισοδήματα υπήρξε επίσης σημαντική μείωση της ενεργειακής δαπάνης. Αντίθετα, στα υψηλά και στα πολύ δεν βοηθούν ώστε να επιλεγούν λύσεις μακροχρόνιας απόδοσης.
To πρόβλημα δε στην Ελλάδα όσον αφορά τη θερμομόνωση των κτιρίων είναι τεράστιο. Η κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση στα ελληνικά νοικοκυριά είναι, σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα, εξαιρετικά υψηλή και σχεδόν αγγίζει τιμές κατανάλωσης βορειοευρωπαϊκών κτιρίων.
Σύμφωνα με τη Eurostat, τα ελληνικά νοικοκυριά παρουσιάζουν, με κλιματική αναγωγή, τη μεγαλύτερη ενεργειακή κατανάλωση στην Ευρώπη, περίπου 30% μεγαλύτερη από αυτή της Ισπανίας και περίπου διπλάσια από την κατανάλωση της Πορτογαλίας, ενώ είναι σημαντικά μεγαλύτερη από χώρες με ψυχρότερο κλίμα όπως το Βέλγιο και οι Σκανδιναβικές χώρες.