Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011
Νέο βαρίδι στην αγορά το τέλος στα ακίνητα.
Εναν ακόμα ισχυρό «πονοκέφαλο» προκαλεί σε χιλιάδες ιδιοκτήτες κατοικιών, το νέο τέλος ακίνητης περιουσίας που επέβαλε το οικονομικό επιτελείο για τη διετία 2011-2012, με στόχο την άντληση εσόδων της τάξεως των 4-5 δισ. ευρώ. Συνδέοντας μάλιστα την είσπραξη του τέλους με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ, επιχειρεί να διασφαλίσει την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόδοση του νέου φόρου από πλευράς εισπράξεων, κάτι που δεν ισχύει με τους υπόλοιπους σχετικούς φόρους, καθώς μέχρι σήμερα δεν έχουν εισπραχθεί ούτε το ΕΤΑΚ του 2009, ούτε ο Φόρος Ακίνητης Περιουσίας του 2010 (που αντικατέστησε το ΕΤΑΚ), που επίσης βέβαια θα αποδοθούν από τους ιδιοκτήτες, μιας και δεν μπορεί να καταργηθούν, λόγω του ότι περιλαμβάνονται στο Μεσοπρόθεσμο.
Με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, το νέο τέλος μέσω της ΔΕΗ θα καταβληθεί σε δύο δόσεις, τουλάχιστον για τη χρήση του 2011, ενώ εκτιμάται ότι το τέλος για το 2012 θα επιτρέπει μεγαλύτερο αριθμό δόσεων. Επιπλέον, θα συνυπολογιστεί εν τέλει και η παλαιότητα του ακινήτου, ώστε να ελαφρυνθεί η επιβάρυνση των πιο αδύναμων οικονομικά νοικοκυριών. Οσον αφορά το ύψος της επιβάρυνσης, εκτιμάται ότι η μέση επιβάρυνση για κάθε ιδιοκτήτη θα διαμορφωθεί σε 4 ευρώ ανά τ.μ. Ο υπολογισμός θα γίνει βάσει συντελεστών που θα ξεκινούν από το 0,5 ευρώ/τ.μ. για τις περιπτώσεις των περίπου 330.000 ιδιοκτητών που λογίζονται ως άνεργοι, άτομα με ειδικές ανάγκες, τρίτεκνοι ή πολύτεκνοι και συνταξιούχοι. Εν συνεχεία, ανάλογα με την περιοχή και την παλαιότητα, το ποσό θα αυξάνεται κλιμακωτά έως και τα 20 ευρώ/τ.μ. στις περιπτώσεις των υψηλότερων τιμών ζώνης, όπως π.χ. στον Λαιμό της Βουλιαγμένης, το Παλαιό Ψυχικό και την οδό Ηρώδου Αττικού, όπου το ετήσιο κόστος ενδέχεται να ανέρχεται ακόμα και σε 2.000 ευρώ για ακίνητο 100 τ.μ.
Είναι σαφές βέβαια ότι οι τριγμοί που θα προκληθούν στην αγορά ακινήτων θα είναι ισχυροί, σε μια περίοδο που υπήρχαν ελπίδες για βελτίωση, τουλάχιστον της ψυχολογίας, με βάση τις σχεδιαζόμενες φοροελαφρύνσεις που σχεδιάζονταν στο πλαίσιο του νέου εθνικού σχεδίου για την αναμόρφωση της φορολογίας της αγοράς ακινήτων. Μεταξύ αυτών, περιλαμβανόταν η μείωση του ΦΠΑ στα ακίνητα από το 23% που είναι σήμερα σε 20%, ίσως και χαμηλότερα.
Αντίστοιχα, οι ιδιοκτήτες καταστημάτων μάλλον θα προβούν σε διακοπή της ρευματοδότησης των ακινήτων τους, σε περίπτωση που αυτά είναι ξενοίκιαστα, καθώς δεν τους αποφέρουν τα απαιτούμενα έσοδα για την κάλυψη του νέου φόρου (υπενθυμίζεται ότι ο φόρος θα επιβληθεί στους ιδιοκτήτες και όχι στους ενοικιαστές). Πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν και όσοι κατασκευαστές έχουν προχωρήσει στη σύνδεση των υπό ανέγερση ή ολοκλήρωση οικοδομών τους με το δίκτυο της ΔΕΗ, αλλά δεν έχουν προλάβει να πωλήσουν τα διαμερίσματά τους. Οι περιπτώσεις αυτές δεν είναι λίγες, αναφέρουν φορείς της αγοράς.
Παράπλευρες απώλειες αναμένονται και όσον αφορά το σχέδιο για την αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, καθώς η συνεχής ανατροπή των φορολογικών δεδομένων στην αγορά ακινήτων λειτουργεί ως αντικίνητρο για την προσέλκυση ξένων επενδυτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις κατά τη διάρκεια των τελευταίων 18 μηνών έχει υιοθετηθεί σειρά νέων επιβαρύνσεων ή ελαφρύνσεων (όπως π.χ. η μη υποχρέωση υποβολής «πόθεν έσχες» για την απόκτηση ακινήτου έως το 2013). Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζει η επάνοδος του φόρου μεταβίβασης ακινήτων με συντελεστή που ξεκινά από 8% και σταδιακά διαμορφώνεται σε 10% επί της αξίας τού προς μεταβίβαση ακινήτου.
Υπενθυμίζεται ότι ο εν λόγω φόρος είχε καταργηθεί και στη θέση του είχε θεσπιστεί ο φόρος υπεραξίας με συντελεστές από 0 έως 20% που υπολογίζονταν με βάση τη διαφορά της αντικειμενικής αξίας κτήσης και της αντικειμενικής αξίας πώλησης, ανάλογα με τον χρόνο κατοχής του ακινήτου από τον πωλητή. Επίσης, είχε εισαχθεί και το τέλος συναλλαγής 1% επί της μεταβιβαζόμενης αξίας, που επίσης καταργήθηκε. Επιπλέον, το 2010 επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά στους φορολογούμενους που είχαν ακίνητα αντικειμενικής αξίας άνω των 400.000 ευρώ, κλιμακωτά με συντελεστές από 0,1% έως και 0,9%. Αντίστοιχα, το ΕΤΑΚ αντικαταστάθηκε πέρσι από τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), ο οποίος αρχικά αφορούσε τους κατόχους ατομικής ακίνητης περιουσίας αξίας 400.000 ευρώ και πάνω με συντελεστές που ξεκινούσαν από 0,1% (για ακίνητα από 400.000 έως 500.000 ευρώ). Ο ΦΑΠ φέτος εκτοξεύτηκε και πλέον υπολογίζεται με συντελεστή 0,2% σε κατόχους ακινήτων αντικειμενικής αξίας από 200.000 έως και 500.000 ευρώ, ενώ ο συντελεστής αυξάνεται κλιμακωτά για ακίνητα μεγαλύτερης αξίας. Από τη διαφοροποίηση αυτή εκτιμάται ότι η πρόσθετη επιβάρυνση θα αγγίξει έως και τα 500 ευρώ, σε σχέση με το πρότερο καθεστώς του ΦΑΠ. Επόμενο είναι οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές κατοικίας να αναβάλουν επ' αόριστον κάθε απόφαση.
Πηγή www.kathimerini.gr