ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ φόρο για τα αγροτεμάχια και τις λοιπές εδαφικές εκτάσεις εκτός σχεδίου πόλεως εξετάζει η κυβέρνηση, ο οποίος θα επιβάλλεται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και την επιφάνεια της καλλιεργήσιμης γης.
Το υπουργείο Οικονομικών θεωρεί ότι είναι πολύ δύσκολο να ενταχθούν τα αγροτεμάχια στον ενιαίο φόρο που θα επιβληθεί από το 2013 στα υπόλοιπα ακίνητα και ως εκ τούτο επεξεργάζεται ένα διαφορετικό καθεστώς.
Τα συγκεκριμένα ακίνητα θα φορολογούνται ξεχωριστά, με συγκεκριμένα ποσά φόρου ανά τετραγωνικό μέτρο γης, τα οποία θα κλιμακώνονται ανάλογα με ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τα οποία έχουν ήδη καταγραφεί από τους φορολογούμενους στο έντυπο Ε9.
Τέτοια χαρακτηριστικά, τα οποία θα λαμβάνονται υπόψη, είναι το είδος της εδαφικής έκτασης (π.χ. αγρός, αγροτεμάχιο, βοσκότοπος κ.λπ.), η απόστασή της από τη θάλασσα, το εάν η έκταση είναι αρδευόμενη ή όχι, το εάν έχει πρόσοψη ή προσόψεις σε εθνικό, επαρχιακό ή αγροτικό δρόμο και το εάν έχει εντός της επιφανείας της και ανεγερθέντα κτίσματα.
Παράλληλα εξετάζονται δύο εναλλακτικές προτάσεις για τον τρόπο υπολογισμού του αφορολογήτου ορίου που θα ισχύσει στο πλαίσιο του νέου ενιαίου φόρου ακινήτων. Σύμφωνα με τη μία πρόταση, για κάθε φορολογούμενο πρέπει να ισχύσει αφορολόγητο όριο μεταξύ 100.000 και 200.000 ευρώ, το οποίο θα αφαιρείται από τη συνολική φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας του. Σύμφωνα με μία άλλη πρόταση, θα πρέπει να μείνει αφορολόγητη μία μόνο κατοικία κάθε φορολογούμενου μέχρι ένα όριο αξίας (π.χ. 50.000, 100.000 ή 150.000 ευρώ) και μέχρι ένα όριο επιφάνειας (π.χ. 80, 100 ή 120 τ.μ.). Από κει και πέρα όλη η υπόλοιπη αξία της ακίνητης περιουσίας θα πρέπει να υπόκειται σε φόρο.
Στο τραπέζι βρίσκεται και το ενδεχόμενο να ισχύσουν συντελεστές φορολόγησης κλιμακούμενοι μέχρι και πάνω από 2%, ανάλογα με το ύψος της συνολικής φορολογητέας αξίας της ακίνητης περιουσίας κάθε φυσικού προσώπου.
Το υπουργείο Οικονομικών θεωρεί ότι είναι πολύ δύσκολο να ενταχθούν τα αγροτεμάχια στον ενιαίο φόρο που θα επιβληθεί από το 2013 στα υπόλοιπα ακίνητα και ως εκ τούτο επεξεργάζεται ένα διαφορετικό καθεστώς.
Τα συγκεκριμένα ακίνητα θα φορολογούνται ξεχωριστά, με συγκεκριμένα ποσά φόρου ανά τετραγωνικό μέτρο γης, τα οποία θα κλιμακώνονται ανάλογα με ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τα οποία έχουν ήδη καταγραφεί από τους φορολογούμενους στο έντυπο Ε9.
Τέτοια χαρακτηριστικά, τα οποία θα λαμβάνονται υπόψη, είναι το είδος της εδαφικής έκτασης (π.χ. αγρός, αγροτεμάχιο, βοσκότοπος κ.λπ.), η απόστασή της από τη θάλασσα, το εάν η έκταση είναι αρδευόμενη ή όχι, το εάν έχει πρόσοψη ή προσόψεις σε εθνικό, επαρχιακό ή αγροτικό δρόμο και το εάν έχει εντός της επιφανείας της και ανεγερθέντα κτίσματα.
Παράλληλα εξετάζονται δύο εναλλακτικές προτάσεις για τον τρόπο υπολογισμού του αφορολογήτου ορίου που θα ισχύσει στο πλαίσιο του νέου ενιαίου φόρου ακινήτων. Σύμφωνα με τη μία πρόταση, για κάθε φορολογούμενο πρέπει να ισχύσει αφορολόγητο όριο μεταξύ 100.000 και 200.000 ευρώ, το οποίο θα αφαιρείται από τη συνολική φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας του. Σύμφωνα με μία άλλη πρόταση, θα πρέπει να μείνει αφορολόγητη μία μόνο κατοικία κάθε φορολογούμενου μέχρι ένα όριο αξίας (π.χ. 50.000, 100.000 ή 150.000 ευρώ) και μέχρι ένα όριο επιφάνειας (π.χ. 80, 100 ή 120 τ.μ.). Από κει και πέρα όλη η υπόλοιπη αξία της ακίνητης περιουσίας θα πρέπει να υπόκειται σε φόρο.
Στο τραπέζι βρίσκεται και το ενδεχόμενο να ισχύσουν συντελεστές φορολόγησης κλιμακούμενοι μέχρι και πάνω από 2%, ανάλογα με το ύψος της συνολικής φορολογητέας αξίας της ακίνητης περιουσίας κάθε φυσικού προσώπου.