Δάνεια συνολικού ύψους 29 δισ. ευρώ που έχουν χορηγήσει σε 690 χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις, έχουν "ρυθμίσει" με πρωτοβουλία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, από το 2009 έως το 2011, οι τράπεζες.
Ωστόσο, οι τραπεζίτες θεωρούν ότι οποιαδήποτε οριζόντια και γενικευμένη περικοπή του τραπεζικού χρέους του ιδιωτικού τομέα, ακόμα και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, οδηγεί σε ανακατανομή του εισοδήματος εις βάρος εκείνων που δεν έχουν δανειστεί ή αποπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους κανονικά, νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό, και υπονομεύει τα συναλλακτικά ήθη.
Όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ), μιλώντας στη Βουλή ο γενικός γραμματέας τηγς Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών κ. Χρ. Γκόρτσος, με αφορμή την κατάθεση νόμου από τον ΣΥΡΙΖΑ για τη διαγραφή τραπεζικών χρεών, τόνισε ότι το βάρος μίας πολιτικής οριζόντιου "κουρέματος" θα την επωμιστούν εκ νέου, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, οι συνεπείς Έλληνες φορολογούμενοι
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν, με δική τους πρωτοβουλία, επωμιστεί μέχρι σήμερα τεράστιο μέρος του πραγματικού αυτού προβλήματος των υπερχρεωμένων νοικοκυριών με συγκεκριμένες ενέργειες ρύθμισης χρεών, οι οποίες έως τις 31.12.2011 ξεπερνούσαν τα 29 δισ. ευρώ, σε σύνολο 690.000 ρυθμισμένων δανείων.
"Τόσο τα ποσά όσο και ο αριθμός των ρυθμισμένων δανείων έχουν ήδη αυξηθεί σημαντικά περαιτέρω κατά τη διάρκεια του 2012" πρόσθεσε ο ίδιος σχετικά.
Ο νόμος για τα υπερχρεωμένα
Αναφερόμενος στο Νόμο 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ο γενικός γραμματέας της ΕΕΤ, επισήμανε ότι μέχρι σήμερα έχουν υποβληθεί δεκάδες χιλιάδες αιτήσεις, έχει εκδικαστεί πολύ μεγάλος αριθμός υποθέσεων και έχουν εκδοθεί σχετικά αποφάσεις Ειρηνοδικείων ανά την Ελλάδα, με τις οποίες ρυθμίζονται σύμφωνα με τα προαναφερθέντα οι οφειλές των υπερχρεωμένων οφειλετών, ενώ σε πολλές περιπτώσεις επίσης έχει διαγραφεί ιδιαίτερα σημαντικό μέρος της οφειλής τους με βάση τα πραγματικά περιστατικά της κάθε περίπτωσης.
"Λαμβάνοντας υπόψη τα γενικά και οριζόντια κριτήρια προσδιορισμού του πεδίου εφαρμογής της πρότασης νόμου, προκύπτει ότι η χρηματοοικονομική επίπτωση των διατάξεων της πρότασης νόμου θα ανέλθει σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ για τα πιστωτικά ιδρύματα, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε διπλασιασμό των κεφαλαιακών αναγκών των πιστωτικών ιδρυμάτων".
Δηλαδή το ποσό της ανακεφαλαιοποίησης θα πρέπει να αυξηθεί κατά 50 δισ. ευρώ, πέραν των 50 δισ. ευρώ από τα έχει προικοδοτηθεί το ΤΧΣ.
Μεγάλες ζημιές για το δημόσιο
Ακριβέστερη προσέγγιση του ανωτέρω ποσού θα προκύψει μετά και την εξειδίκευση των γενικών κριτηρίων του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της πρότασης νόμου.
Μια τέτοια απόφαση, ανέφερε ο κ. Γκόρτσος, θα συνεπαγόταν ισόποσες ζημίες στους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων και, κατά συνέπεια, περαιτέρω μείωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, με ζημία για τους καταθέτες και τους μετόχους τους, ο κυριότερος εκ των οποίων θα είναι πλέον, για τα περισσότερα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, το ΤΧΣ, δηλαδή τελικά το Ελληνικό Δημόσιο.
Οι ανωτέρω ζημίες θα έπρεπε να καλυφθούν, κυρίως μέσω μιας νέας ανακεφαλοποίησης των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων με κεφάλαια που θα έπρεπε να αναζητηθούν από τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ, γεγονός μη δεδομένο, ενώ, ταυτόχρονα, στην περίπτωση αυτή, το δημόσιο χρέος θα καθίστατο πιθανόν μη βιώσιμο.