Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ.


Ρεπορτάζ : Άγης Μάρκου
Με αμείωτη ένταση συνεχίζεται η μάχη των τραπεζών με τις επισφάλειες, καθώς τα αιτήματα για ρυθμίσεις δανείων από νοικοκυριά και επιχειρήσεις που αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους αυξάνονται σε ανησυχητικό...
βαθμό όσο βαθαίνει η ύφεση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το τελευταίο διάστημα κάθε μήνα χορηγήσεις της τάξεως του 1 δισ. ευρώ «κοκκινίζουν», ενώ το σύνολο των οφειλών που εμφανίζουν καθυστερήσεις στην αποπληρωμή τους έχει πλέον διαμορφωθεί περί το 15%. Τα πιστωτικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν τη δύσκολη αυτή κατάσταση με διευκολύνσεις στην προσπάθειά τους να προσαρμόσουν τις μηνιαίες δόσεις στα χαμηλότερα εισοδηματικά δεδομένα που δημιούργησε η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας.
Επειτα από δύο χρόνια συνεχών αναχρηματοδοτήσεων και με την εμπειρία που έχουν αποκτήσει, οι τράπεζες δηλώνουν έτοιμες να συνεχίσουν τις διευθετήσεις και τους επόμενους μήνες, καθώς η ελληνική οικονομία θα συμπληρώσει το 2012 πέντε συναπτά έτη ύφεσης, ενώ άγνωστες παραμένουν ακόμη οι επιπτώσεις από την εφαρμογή του νέου εργασιακού νόμου στις αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, τα πρώτα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης οι ευκολίες που προσφέρονταν δεν ήταν σε αρκετές περιπτώσεις αποτελεσματικές και τα δάνεια χρειάζονταν ύστερα από λίγο καιρό εκ νέου ρύθμιση. Πλέον, σημειώνουν οι ίδιοι κύκλοι, οι παρεμβάσεις που γίνονται είναι πιο δραστικές και διατηρήσιμες.
Οι λύσεις που μπορούν να προσφέρουν τα πιστωτικά ιδρύματα ποικίλλουν και εξαρτώνται από το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πελάτης τους. Μέχρι στιγμής έξι στις δέκα ρυθμίσεις γίνονται με αλλαγή των όρων εξόφλησης. Η μείωση της δόσης επιτυγχάνεται με την επιμήκυνση της διάρκειας ή με την παροχή μιας περιόδου χάριτος κατά την οποία ο δανειολήπτης καταβάλλει μόνο τους τόκους ή τους τόκους και ένα μέρος του κεφαλαίου. Δεν αποκλείεται η τράπεζα να ζητήσει την αύξηση του επιτοκίου ως αντάλλαγμα για τη μείωση των μηνιαίων πληρωμών από τον πελάτη της αλλά και για να προσαρμοστεί το κόστος δανεισμού στο νέα δεδομένα σε σχέση με το ρίσκο που αναλαμβάνει. Σε πολύ δύσκολες περιπτώσεις μπορεί να γίνει δεκτή ακόμη και αναστολή πληρωμής των δόσεων για ένα διάστημα που συνήθως δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο έτη.
Ακόμη μεγαλύτερη μείωση των δόσεων μπορεί να επιτευχθεί με την παροχή εγγύησης από την πλευρά του δανειολήπτη, όπως για παράδειγμα με την προσημείωση ενός ακινήτου. Πρόκειται για μια πρακτική που επιζητούν οι τράπεζες με στόχο να αυξήσουν το ποσοστό κάλυψης των δανείων με εμπράγματες εξασφαλίσεις. Το 30% των προβληματικών χορηγήσεων, κυρίως υπόλοιπα από καταναλωτικά και επισκευαστικά δάνεια, τακτοποιείται με αυτόν τον τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση η χορήγηση ενεχύρου στην τράπεζα επιτρέπει τη σημαντική μείωση του επιτοκίου του δανείου αλλά και τη μεγάλη διάρκεια εξόφλησης οδηγώντας τελικώς σε αξιοσημείωτη υποχώρηση των δόσεων που μπορεί να φτάσει ακόμη και το 70%, χωρίς ανάλογη επιβάρυνση σε τόκους.

Πότε διαγράφεται η οφειλή.

Υπό προϋποθέσεις μπορεί να επιτευχθεί ακόμη και η διαγραφή μίας οφειλής στο σύνολό της. Ωστόσο, για να ληφθεί τέτοια απόφαση θα πρέπει ο δανειολήπτης να μην έχει ούτε εισοδήματα ούτε άλλα περιουσιακά στοιχεία. Εάν το Ειρηνοδικείο εκτιμήσει ότι ο δανειολήπτης δεν πρόκειται να αποκτήσει μέσα στα επόμενα χρόνια εισόδημα, για παράδειγμα λόγω αναπηρίας, μπορεί να τον απαλλάξει 100% από την οφειλή του.
Αν πρόκειται για άνεργο, το πιο πιθανό είναι να του παράσχει μία περίοδο χάριτος ως τεσσάρων ετών, αλλά κάποια στιγμή έπειτα από τουλάχιστον έξι μήνες από την έκδοση της απόφασης, πραγματοποιείται επανέλεγχος. Εφόσον διαπιστωθεί ότι ο οφειλέτης έχει αποκτήσει εισοδήματα, ρυθμίζεται βάσει των νέων δεδομένων το χρέος του.

Η διάρκεια.

* «Νερό στο κρασί τους» ως προς τα ανώτατα όρια ηλικίας που τηρούν για όσους έχουν λάβει στεγαστικά δάνεια βάζουν οι τράπεζες, ώστε να καταστήσουν με τη μέθοδο της επιμήκυνσης ενήμερο ένα προϊόν. Ετσι, ενώ το τραπεζικά ορθό είναι η ηλικία του δανειολήπτη στη λήξη του δανείου να μην υπερβαίνει τα 70 - 75 έτη, πλέον το όριο αυτό μπορεί κατά περίπτωση να φτάσει ακόμη και τα 85 έτη. Επιπλέον, ενώ μέχρι πρόσφατα η μέγιστη διάρκεια του δανείου ήταν τα 40 έτη, πλέον οι τράπεζες δέχονται την αύξησή της ως και τα 45 έτη, ώστε να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η μηνιαία δόση.
* Σημειώνεται πάντως ότι αυτές οι ρυθμίσεις έχουν κόστος σε τόκους. Για παράδειγμα, για μία οφειλή της τάξεως των 100.000 ευρώ με επιτόκιο 4,5% και διάρκεια εξόφλησης τα 20 έτη, η μηνιαία δόση ανέρχεται σε 635 ευρώ. Αν η διάρκεια αυξηθεί στα 25 έτη, η δόση πέφτει στα 555 ευρώ, ενώ στα 30 έτη υποχωρεί στα 507 ευρώ. Ωστόσο, για τα επιπλέον 5 έτη ο δανειολήπτης θα πληρώσει παραπάνω τόκους ύψους 15.000 ευρώ και για τα 10 έτη 30.000 ευρώ.

Πότε εφαρμόζεται το «κούρεμα»
Περίπου 1 στα 10 δάνεια ρυθμίζεται με τη διαδικασία της πτώχευσης.

Εκτός από τον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά που επιτρέπει τη δικαστική διαγραφή χρεών, και οι ίδιες οι τράπεζες για «βαριές» περιπτώσεις επιλέγουν λύσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν «κούρεμα» του δανείου με στόχο να το καταστήσουν εκ νέου βιώσιμο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών, περίπου 1 στα 10 δάνεια που ρυθμίζεται αντιμετωπίζεται με τη συγκεκριμένη μέθοδο. Οι ίδιοι κύκλοι χαρακτηρίζουν απίθανο το ενδεχόμενο να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση για μαζική διαγραφή δανείων, σημειώνοντας ότι ήδη με τον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά είναι δυνατόν το «κούρεμα», με τη διαδικασία της πτώχευσης που ισχύει για τα φυσικά πρόσωπα.
Οι τράπεζες, έπειτα από εξέταση της περιουσιακής και εισοδηματικής κατάστασης του δανειολήπτη και εφόσον διαπιστωθεί ότι ο τελευταίος δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του ακόμη και αν ρευστοποιήσει μέρος της περιουσίας του, μπορούν να προχωρήσουν σε διαγραφή μέρους της οφειλής, ώστε το χρέος που απομένει να καταστεί εξυπηρετήσιμο. Μπορεί να διαγραφεί ως το 35% της οφειλής, ενώ για το υπόλοιπο 65% γίνεται νέος διακανονισμός για την αποπληρωμή του σε δόσεις. Πρόκειται για το στάδιο που μεσολαβεί πριν από την προσφυγή του δανειολήπτη στη Δικαιοσύνη. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία ή διαπιστωθεί ότι ο δανειολήπτης μπορεί να εξυπηρετήσει το δάνειο ακόμη και μέσω της ρευστοποίησης της ακίνητης περιουσίας του, η υπόθεση οδηγείται στις αίθουσες των δικαστηρίων.