Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Αυτοτελής φορολόγηση ενοικίων φόρος υπεραξίας στις πωλήσεις.



Επιβεβαιώθηκαν οι πληροφορίες για αυτοτελή φορολόγηση των εισοδημάτων από ενοίκια καθώς και για φόρο υπεραξίας στις πωλήσεις ακινήτων.
Το φορολογικό νομοσχέδιο που κατατέθηκε χθες στη Βουλή περιέχει τις εξής ρυθμίσεις:
Φορολόγηση ενοικίων.

Τα εισοδήματα από ενοίκια φορολογούνται πλέον αυτοτελώς, με συντελεστή 10% έως 12.000 ευρώ και 33% στο υπερβάλλον, διαμορφώνοντας σημαντικό όφελος για το μέσο μισθωτό που συμπλήρωνε το εισόδημά του από μισθωτή εργασία με ενοίκια.

Το ακαθάριστο ποσό από ακίνητα υποβάλλεται και σε συμπληρωματικό φόρο, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή ενάμισι τοις εκατό (1,5%). Ειδικώς, ο συντελεστής του προηγούμενου εδαφίου αυξάνεται σε τρία τοις εκατό (3%), εφόσον η επιφάνεια κατοικίας υπερβαίνει τα τριακόσια (300) τετραγωνικά μέτρα ή πρόκειται για επαγγελματική μίσθωση.

Φόρος υπεραξίας στην πώληση ακινήτου.

Επιβάλλεται φόρος στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησής του ακινήτου. Ως κτήση του ακινήτου νοείται η αγορά ή η με άλλη αιτία κτήση του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της. Τα κέρδη υπεραξίας κεφαλαίου που προκύπτουν από τη μεταβίβαση ακινήτων φορολογούνται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης.

Στην έννοια του όρου μεταβίβαση για την εφαρμογή του παρόντος περιλαμβάνονται :
η μεταβίβαση της πλήρους ή ψιλής κυριότητας, καθώς και η μεταβίβαση υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση ή με τον όρο της εξώνησης,
η σύσταση επικαρπίας, οίκησης ή άλλης δουλείας
η παραίτηση από την κυριότητα ακινήτου ή από εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου,
η σύσταση, η απόσβεση ή η μεταβίβαση μαζί με το δεσπόζον ακίνητο πραγματικής δουλείας
η μεταβίβαση του τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης,
η παραχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κυρίων, βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου,
η ανάκληση απαλλοτρίωσης, η οποία έχει συντελεστεί υπέρ προσώπου υποκείμενου στο φόρο του παρόντος άρθρου,
η εκποίηση ακινήτου συνεπεία εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού.

Ως τιμή κτήσης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ' αυτού δικαιώματος λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο απόκτησής του, όπου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, ή το αναγραφόμενο τίμημα στο συμβόλαιο εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.

Ως τιμή πώλησης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ' αυτού δικαιώματος λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο μεταβίβασής του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της πράξης μεταβίβασης. Σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτου ή εμπράγματου επ' αυτού δικαιώματος, το οποίο μετά την κτήση του εντάχθηκε σε σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας του, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται η αξία που προσδιορίζεται με βάση το σύστημα αυτό ή το δηλούμενο τίμημα, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.

Η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησής του ακινήτου, η οποία υποβάλλεται σε φόρο, λαμβάνεται αποπληθωρισμένη με την εφαρμογή των ακόλουθων συντελεστών παλαιότητας :

Έτη διακράτησης Συντελεστής παλαιότητας
Από 1 έως 5, 0,90
Πάνω από 5 έως 10, 0,80
Πάνω από 10 έως 15, 0,75
Πάνω από 15 έως 20, 0,70
Πάνω από 20 έως 25, 0,65
Πάνω από 25, 0,60

Σε περιπτώσεις κτήσης του ακινήτου αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής, ως χρόνος απόκτησης για τον προσδιορισμό του φόρου θεωρείται ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας ή ο χρόνος κατάρτισης του συμβολαίου δωρεάς ή γονικής παροχής, έστω και αν συντρέχει νόμιμος λόγος μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής ενοχής.

Στο φόρο του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται :
Το κέρδος που πραγματοποιείται από εμπορική δραστηριότητα αγοροπωλησίας ακινήτων,
Το κέρδος που πραγματοποιείται από την πώληση ακινήτου, παγίου περιουσιακού στοιχείου, νομικού προσώπου το οποίο φορολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10.
Το κέρδος μέχρι εικοσιπέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ που πραγματοποιείται από μεταβίβαση ακινήτου και εφόσον το ακίνητο αυτό έχει διακρατηθεί, για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών. Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει για φυσικά πρόσωπα τα οποία πραγματοποιούν πέραν της μίας (1) μεταβίβασης εντός της ως άνω περιόδου διακράτησης.