Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010
Ανάσα στην κτηματαγορά από τα σπίτια 30ετίας.
Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι το 43% των σπιτιών που άλλαξαν χέρια στην επικράτεια ήταν κατοικίες που είχαν κτιστεί από το 1980 και πριν.
Στο... στοκ της κτηματαγοράς με ακίνητα από δεύτερο χέρι στρέφεται σήμερα η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων που έχουν «κομπόδεμα» και θέλουν να το εξασφαλίσουν με αγορά κάποιου ακινήτου. Το μεταχειρισμένο διαμέρισμα κάνει θραύση και από τις πρώτες εκτιμήσεις φαίνεται πως αν το 2010 πουληθούν 55-60 χιλιάδες κατοικίες, σχεδόν οι 50.000 από αυτές θα είναι μεταχειρισμένες.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του δικτύου μεσιτικών γραφείων, RE/MAX Ελλάς, μέσα στο α’ εξάμηνο του έτους, περίπου 9 στα 10 ακίνητα που άλλαξαν χέρια ήταν παλαιά, ηλικίας ενός έτους μέχρι πάνω από 30 έτη.
Αν κάποιος εντάξει στα νεόδμητα και όσα έχουν ηλικία 1 έως 5 χρόνια, τότε το 81% των σπιτιών που αγοράστηκαν ήταν πραγματικά ακίνητα παλαιότητας.
Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι το 43% των σπιτιών που άλλαξαν χέρια στην επικράτεια ήταν κατοικίες που είχαν κτιστεί από το 1980 και πριν.
Εντυπωσιακό είναι το ποσοστό (73%) όσων αγόρασαν στη Θεσσαλονίκη μεταχειρισμένο άνω των 30 ετών, ενώ, όπως δείχνουν τα στοιχεία, το ποσοστό όσων επέλεξαν καινούριο είναι... 0%.
Δηλαδή όλοι αγόρασαν μεταχειρισμένο, έστω και ελαφρά, προκειμένου να δώσουν λιγότερα χρήματα.
Νέα δεδομένα
Παρά το γεγονός ότι η προτίμηση στα σπίτια από δεύτερο χέρι δεν είναι τωρινό φαινόμενο, εντούτοις φαίνεται πως η οικονομική κρίση άλλαξε πλήρως τα δεδομένα.
Οι περισσότεροι αναζητούν τις δυνατότερες φθηνές επιλογές και καθώς οι τιμές στα νεόδμητα υποχωρούν με βραδείς ρυθμούς, η πιο συμφέρουσα λύση είναι το παλιό.
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι η αξία ενός μεταχειρισμένου σπιτιού είναι γύρω στο 65%-70% της αξίας ενός νεόδμητου στην ίδια περιοχή, ενώ στα 30ετίας ξεπερνούν το 90%.
Δύο είναι τα βασικά κριτήρια για την αγορά διαμερίσματος από δεύτερο χέρι:
1. Να είναι σε καλή κατάσταση, να μη χρειάζεται ριζικές αλλαγές που θα ανέβαζαν σημαντικά το κόστος ανακαίνισής του.
2. Επιλογή κατοικίας σε περιοχές με καλές συγκοινωνίες. Ειδικά τα παλαιά διαμερίσματα κοντά στο μετρό είναι είδος προς εξαφάνιση.
5% έως 10% αυξήθηκαν σε 10 μήνες οι τιμές
Η αυξημένη ζήτηση για μεταχειρισμένα έχει οδηγήσει τους ιδιοκτήτες τους να «τσιμπάνε» προς τα πάνω τις τιμές με αποτέλεσμα τους τελευταίους 8-10 μήνες να καταγράφεται αύξηση 5%-10%. Ωστόσο, οι μεσίτες υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πολλά διαθέσιμα ακίνητα σε όλες τις περιοχές, ειδικά στις μεγάλες πόλεις.
Η τάση αγοράς παλιών και της ανακατασκευής έχει παρατηρηθεί σε αρκετές περιοχές της Αθήνας. Πολλοί αγοράζουν σπίτια ηλικίας άνω τω 20 ετών, τα ανακαινίζουν και μένουν σε? παλάτια, έστω και αν η όψη της πολυκατοικίας δεν προδιαθέτει για κάτι τέτοιο. Παράλληλα, έχουν ένα σπίτι με πολύ καλή αξία μεταπώλησης.
Υπάρχουν και περιπτώσεις ιδιωτών οι οποίοι έχουν διαθέσιμα χρήματα, αποκτούν διαμερίσματα, τα ανακατασκευάζουν και στη συνέχεια τα πωλούν ή τα μισθώνουν.
Τους τελευταίους μήνες βγαίνουν σε εξαιρετικά καλές τιμές μεζονέτες και μονοκατοικίες στα βόρεια και ανατολικά προάστια. Πρόκειται, πάντως, για σπίτια άνω των 150 τ.μ. τα οποία εγκαταλείπουν οικογένειες που έχουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και οι τιμές τους ξεπερνούν τα 200 χιλιάδες ευρώ.
Στο ερώτημα ποιοι αγοράζουν παλιά σπίτια, η απάντηση είναι σχεδόν όλοι, κυρίως όμως όσοι σήμερα διαθέτουν 80-120 χιλιάδες ευρώ και φοβούνται ότι αν δεν αγοράσουν κάτι σταθερό, όπως το ακίνητο, θα χάσουν τα λεφτά τους.
Αλλοι επενδυτές μεταχειρισμένων είναι όσοι έχουν απελπιστεί να βρουν καινούριο σπίτι σε λογική τιμή, οπότε αναζητούν κτίριο ηλικίας 5-15 ετών με τιμή έως και 50% χαμηλότερη.
Τέλος, όσοι αδυνατούν να πάρουν δάνειο στρέφονται σε φθηνότερες λύσεις που μπορεί να είναι από σπίτια κατασκευής μετά το 2000 μέχρι διαμερίσματα που κτίστηκαν μετά το 1975 και τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις είναι σε κακή κατάσταση και απαιτούνται εργασίες.
Ως γενικό κανόνα, οι μεσίτες επισημαίνουν ότι τα παλιά σπίτια πωλούνται κατά μέσο όρο γύρω στα 1.000 ευρώ/τ.μ., αν και σε απαξιωμένες περιοχές οι τιμές είναι χαμηλότερες.
Πηγή www.imerisia.gr