Χρονική υστέρηση στα στοιχεία των τραπεζών για τα ακίνητα διαπιστώνει η ΤτΕ.
Στη διαπίστωση ότι η περιορισμένης έκτασης μείωση των τιμών, έτσι όπως αυτές καταγράφονται στις τριμηνιαίες έρευνές της, δεν αντανακλούν πλήρως την πραγματικότητα, προχώρησε χθες η Τράπεζα της Ελλάδος. Ειδικότερα, στην ετήσια έκθεσή της, η ΤτΕ τόνισε ότι οι δείκτες που βασίζονται στις εκτιμήσεις των τραπεζών για στην αξία των ακινήτων παρουσιάζουν μια σχετική υστέρηση στην καταγραφή της πραγματικής μείωσης των τιμών κατά την περίοδο της κρίσης, σε σύγκριση με τους δείκτες που βασίζονται σε στοιχεία πραγματικών συναλλαγών ή προσφερόμενων προς πώληση κατοικιών (στοιχεία αγγελιών κ.ά.). «Μια τέτοιου είδους υστέρηση στην καταγραφή των πραγματικών μεταβολών των τιμών των κατοικιών, έως ένα βαθμό, είναι πιθανόν να ισχύει και για τους δείκτες της ΤτΕ. Μεσοπρόθεσμα, πάντως, οι δείκτες αυτοί καταγράφουν πλήρως την πραγματική μείωση των τιμών», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Με βάση, πάντως, τα στοιχεία που συγκεντρώνονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι τιμές των διαμερισμάτων υποχώρησαν κατά 3,7% το 2009, 4,7% το 2010 και 5,1% το 2011 (-5,4%, -4,9%, 4,3% και -5,9% το α΄, β΄, γ΄ και δ΄ τρίμηνο του 2011 αντίστοιχα). Ωστόσο, συνεκτιμώντας τις πληροφορίες που συγκεντρώνει η ΤτΕ από τα κτηματομεσιτικά γραφεία, η υποχώρηση των τιμών είναι μεγαλύτερη. Για παράδειγμα, όπως προκύπτει, οι τιμές των κατοικιών στις αστικές περιοχές της χώρας (εκτός της Αθήνας) υποχώρησαν κατά 6,7% το 2010 και 7,5% το 2011.
Η μείωση των τιμών των κατοικιών σε όλη την περίοδο της κρίσης ήταν ταχύτερη για τα «παλαιά» διαμερίσματα (ηλικίας άνω των 5 ετών: -4,8%, -5,0% και -5,6% το 2009, το 2010 και το 2011 αντίστοιχα) απ' ό,τι για τις νεόδμητες κατοικίες (ηλικίας έως 5 ετών: -2,0%, -4,2% και -4,4% το 2009, 2010 και το 2011 αντίστοιχα), γεγονός που αντανακλά τη σχετικά μεγαλύτερη ανθεκτικότητα των τιμών των νεόδμητων διαμερισμάτων, τα οποία κατά κανόνα διατίθενται προς πώληση από τους κατασκευαστές.
Η μειωμένη ζήτηση στην ελληνική αγορά ακινήτων αντανακλά τις προσδοκίες των νοικοκυριών για περαιτέρω αποκλιμάκωση των τιμών των κατοικιών και κυρίως την αυξημένη αβεβαιότητά τους σχετικά με την απασχόληση και τα μελλοντικά εισοδήματα. Συνδέεται επίσης με τις γενικότερες προοπτικές όσον αφορά την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Στη μείωση της ζήτησης εκτιμάται ότι έχει συμβάλει και η πιο προσεκτική και επιλεκτική στάση των τραπεζών κατά τη χορήγηση νέων δανείων.
Πάντως, σύμφωνα με την ΤτΕ, οι πτωτικές τάσεις στις τιμές είναι πιθανόν να συνεχιστούν και τους προσεχείς μήνες, χωρίς όμως μεγάλο κίνδυνο αυτή η πτώση να είναι απότομη και ανεξέλεγκτη. Στον περιορισμό του κινδύνου αυτού έχει συμβάλει τόσο η απαγόρευση πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας αντικειμενικής αξίας έως 200.000 ευρώ όσο και η απροθυμία των ίδιων των εμπορικών τραπεζών να εκπλειστηριάσουν τα ακίνητα που αποτελούν εξασφαλίσεις επισφαλών δανείων στην παρούσα φάση της έντονης ύφεσης.
Οσον αφορά την επικείμενη αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, η ΤτΕ προειδοποιεί ότι δεν θα πρέπει να γίνει οριζόντια σε κάθε περιοχή, δηλαδή με κάποια ισοποσοστιαία μεταβολή όλων των αντικειμενικών τιμών που ισχύουν σήμερα, καθώς η μεταβολή των εμπορικών τιμών των ακινήτων από τις αρχές του 2007 έως σήμερα διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ των επιμέρους γεωγραφικών περιοχών. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώνονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι τιμές των διαμερισμάτων στις υποβαθμισμένες περιοχές του κέντρου της Αθήνας (Πατήσια, Μεταξουργείο, Πλατεία Βικτωρίας κ.λπ.) αλλά και του Πειραιά (Δραπετσώνα, Νίκαια, Κερατσίνι, Πέραμα κ.α.) παρουσίασαν τετραπλάσια μείωση σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές των πιο αναβαθμισμένων περιοχών του κέντρου της Αθήνας (Φιλοπάππου, Πλάκα, Κολωνάκι κ.ά.).
Επιπλέον, η όποια αναπροσαρμογή θα πρέπει να συνοδευθεί από μείωση της φορολογίας των μεταβιβάσεων, την κατάργηση επιμέρους επιβαρύνσεων και τη θέσπιση ή τη διατήρηση ενός πολύ μικρού αριθμού ενιαίων φόρων που θα αντικαταστήσουν το πλήθος των υπαρχόντων (π.χ ενιαίος φόρος επί των συναλλαγών και ανάλογος ενιαίος φόρος επί της ιδιοκτησίας ακινήτων). Ο λόγος είναι ότι μια άνοδος των αντικειμενικών αξιών θα συμπαρασύρει και πλήθος άλλων φόρων που συνδέονται με αυτές. Τέτοιοι είναι οι φόροι μεταβίβασης, χρησικτησίας, ανταλλαγής, διανομής, κληρονομιών, γονικών παροχών και δωρεών, το ειδικό τέλος στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα, ο φόρος ακίνητης περιουσίας, το τέλος ακίνητης περιουσίας (ΤΑΠ) των ΟΤΑ κ.ά. Πηγή www.kathimerini.gr